Οι σύγχρονοι ελέφαντες ταξινομούνται σε τρία είδη: τον ασιατικό (Elephas maximus) και δύο αφρικανικούς, ένα των δασών (Loxodonta cyclotis) και ένα της σαβάνας (Loxodonta africana). Ο διαχωρισμός των αφρικανικών ελεφάντων σε δύο ξεχωριστά είδη έγινε μόλις το 2010 (έως τότε θεωρούνταν ένα ενιαίο είδος).
Η ανακάλυψη προηγούμενων απολιθωμάτων είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ένας αρχαίος πρόγονος του ελέφαντα με σχεδόν ίσιους χαυλιόδοντες (Paleoloxodοn antiquus), που ζούσε στα ευρωπαϊκά δάση πριν περίπου 100.000 χρόνια και ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν στενός συγγενής του ασιατικού ελέφαντα.
Στην πραγματικότητα όμως, όπως δείχνει η νέα γενετική ανάλυση, με επικεφαλής την παλαιογενετίστρια Ελευθερία Παλκοπούλου της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ, ο αρχαίος ευρωπαϊκός ελέφαντας συγγενεύει πολύ πιο στενά με τον αφρικανικό των δασών. Μάλιστα οι σημερινοί αφρικανικοί ελέφαντες των δασών είναι πιο στενοί συγγενείς με τους εξαφανισμένους πλέον ευρωπαϊκούς ελέφαντες, από ό,τι με τους σημερινούς ελέφαντες της αφρικανικής σαβάνας.
Ακόμη, όπως αποκαλύπτει η σύγκριση με γονιδιώματα των μαμούθ, στο παρελθόν πολλά διαφορετικά είδη ελεφάντων και μαμούθ ήλθαν σε επιμιξίες. Ειδικά οι αρχαίοι ευρωπαϊκοί ελέφαντες είχαν διασταυρωθεί τόσο με ασιατικούς ελέφαντες, όσο και με τριχωτά μαμούθ. Ενώ οι αφρικανικοί ελέφαντες των δασών και της σαβάνας διασταυρώνονταν εδώ και χιλιάδες χρόνια (και συνεχίζουν ακόμη).
Η Ελ. Παλκοπούλου και οι συνεργάτες της από το Χάρβαρντ και το γερμανικό πανεπιστήμιο του Πότσνταμ έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο 7ο Διεθνές Συμπόσιο Βιομοριακής Αρχαιολογίας στην Οξφόρδη, σύμφωνα με το “Nature”. Οι επιστήμονες ανέλυσαν το DNA δύο αρχαίων ευρωπαϊκών ελεφάντων που ζούσαν στη Γερμανία πριν από 120.000 χρόνια.
Παράλληλα, οι ερευνητές παρουσίασαν τη γενετική ανάλυση τεσσάρων τριχωτών μαμούθ (Mammuthus primigenius) και, για πρώτη φορά, την ανάλυση του πλήρους γονιδιώματος ενός βορειοαμερικανικού μαμούθ (Mammuthus columbi) και δύο βορειοαμερικανικών μαστοδόντων (Mammut americanum).
Η ανακοίνωση της Ελ.Παλκοπούλου θεωρείται ορόσημο στην παλαιογενετική, όπως ανέφεραν άλλοι επιστήμονες στο συμπόσιο της Οξφόρδης. Και αυτό, μεταξύ άλλων, επειδή παρουσίασε την ανάλυση του αρχαιότερου μέχρι σήμερα γονιδιώματος προερχόμενου από ζεστό περιβάλλον, όπου το DNA αποσυντίθεται πιο εύκολα.
Στο παρελθόν έχει αναλυθεί πολύ παλαιότερο DNA, από ένα οστό αλόγου προ 560.000 έως 780.000 ετών, το οποίο όμως ζούσε στο παγωμένο περιβάλλον του αρκτικού Καναδά. Το γεγονός ότι κατέστη εφικτή μια τόσο υψηλής ποιότητας ανάλυση του γονιδιώματος ελεφάντων ηλικίας 120.000 ετών, με αλληλούχιση («ανάγνωση») όλων των «γραμμάτων» του DNA τους, χαρακτηρίσθηκε σημαντικό επίτευγμα.
Ο καθηγητής εξελικτικής γενετικής Λόβε Ντάλεν, του σουηδικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Στοκχόλμη, δήλωσε ότι η νέα μελέτη θα επιφέρει αλλαγές στο… ελεφάντινο οικογενειακό δέντρο, ενώ ο εξελικτικός γενετιστής Τομ Γκίλμπερτ, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Δανίας στην Κοπεγχάγη, ανέφερε πως «κανείς έως τώρα δεν είχε τολμήσει να διαβάσει το DNA των ελεφάντων με ίσιους χαυλιόδοντες. Είναι τρελό να πάει κανείς τόσο πίσω στο χρόνο».
Πέρυσι μια διεθνής ερευνητική ομάδα από διάφορες χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, Καναδά, Σουηδία), με επικεφαλής την Ελ. Παλκοπούλου, «διάβασε» για πρώτη φορά το πλήρες γονιδίωμα του τριχωτού μαμούθ. Τότε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή τη δημοσιότητα που έλαβε το θέμα διεθνώς, είχε πάρει συνέντευξη από τη νεαρή Ελληνίδα ερευνήτρια της διασποράς.
Η Ελευθερία Παλκοπούλου γεννήθηκε το 1984 και αποφοίτησε το 2006 από το Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, ενώ πήρε το διδακτορικό της στη Συστηματική Ζωολογία από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Η έρευνά της διεξήχθη στο Σουηδικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, με έμφαση στην παλαιογενετική, δηλαδή στην αξιοποίηση των εργαλείων της γενετικής για την καλύτερη μελέτη των ευρημάτων της παλαιοντολογίας, ιδίως όσον αφορά τα μαμούθ.
Από πέρυσι τον Μάιο, μετακινήθηκε στις ΗΠΑ ως μεταδιδακτορική συνεργάτης στο εργαστήριο του πρωτοπόρου γενετιστή David Reich, στο Τμήμα Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ