Με την επίσκεψη του Αμερικάνου Προέδρου Μπάρακ Ομπαμα στην Αθήνα στις 14 και 15 Νοεμβρίου να θεωρείται σχεδόν σίγουρη, το Μέγαρο Μαξίμου σχεδιάζει με προσεκτικό τρόπο την τακτική του προκειμένου να έχει αίσιο τέλος η δεύτερη αξιολόγηση και κυρίως οι ρυθμίσεις για την απομείωση του χρέους.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αλλά και το οικονομικό επιτελείο αισιοδοξούν γιατί στην παρούσα φάση έχουν περισσότερους συμμάχους σε αυτή την προσπάθεια και γιατί ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε φαίνεται να είναι “απομονωμένος” στην προσπάθειά του να μπλοκάρει τη συμφωνία της 24ης Μαϊου.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι και η ΕΚΤ αναλαμβάνει πρωτοβουλία στο παρασκήνιο για το θέμα του ελληνικού χρέους σε ρόλο ουσιαστικά μεσολαβητή μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου, ενώ παράλληλα εμφανίζεται έτοιμη να ενεργοποιήσει και το “όπλο” της “ποσοτικής χαλάρωσης” για την Ελλάδα, αρκεί να ολοκληρωθεί και η δεύτερη αξιολόγηση και να έχει κάτι πιο συγκεκριμένο για το ελληνικό χρέος με βάση την απόφαση της 24ης Μαΐου για το χρέος.
Ο κ.Τσίπρας γνωρίζει ότι το μέλλον του ιδίου και της κυβέρνησης του “κρέμεται” από το ζήτημα του χρέους, καθώς το έχει αναγορεύσει σε μείζονα στρατηγικό στόχο και έχοντας το “πράσινο φως” και του 2ου Συνεδρίου είναι αποφασισμένος να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προκειμένου να υπάρξει θετική εξέλιξη, καλώντας ωστόσο τους εταίρους και δανειστές να τοποθετηθούν και να ξεκαθαρίσουν τις θέσεις τους ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης και της συζήτησης για το χρέος.
Γι΄αυτό άλλωστε αναμένεται να συναντηθεί με την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής δίνοντας επίσης σαφείς εντολές προς του αρμόδιους υπουργούς που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση να επιταχύνουν του ρυθμούς τους με σκοπό την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μέσα στο Νοέμβριο.
Το αν θα επιτευχθεί αυτό είναι ζητούμενο με τα προσκόμματα που βάζει διαρκώς ο κ. Σόιμπλε θέλοντας επί της ουσίας να μπλοκάρει τις αποφάσεις στο ζήτημα του χρέους, ωστόσο το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά ότι οι πρωτοβουλίες που θα αναλάβει η Ουάσιγκτον αλλά και η ΕΚΤ προς αυτή την κατεύθυνση θα έχουν θετικό αποτέλεσμα για τη χώρα.