Ο επικήδειος της Ντόρας Μπακογιάννη για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη θα μείνει στην ιστορία. Θα μείνει ως παράδειγμα πως μια κόρη αποχαιρετά τον πατέρα που τόσο αγάπησε. Τον πατέρα που θαύμαζε απεριόριστα. Που δεν την πρόδωσε ποτέ. Η Ντόρα Μπακογιάννη μίλησε σήμερα στις ψυχές όλων όσων έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα και μας έδειξε το πρόσωπο που τόσο καλά κρύβει τόσα χρόνια πίσω από την πολιτικό, την υπουργό.
Η Ντόρα Μπακογιάννη εκφώνησε έναν επικήδειο βγαλμένο μέσα από την καρδιά της και έκανε όλους να υποκλιθούν στην αγάπη που κατάκλυσε όχι μόνο την Κρήτη αλλά και όλη την Ελλάδα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Τελικά ήρθαμε στα Χανιά όπως προγραμματίζαμε για του Αγίου Πνεύματος. Όπως σκοπεύαμε και προγραμματίζαμε τόσον καιρό. Και είχαμε συμφωνήσει και η Αλεξάνδρα και η Κατερίνα και ο Κυριάκος, κι εγώ. Εσύ, το ήθελες τόσο πολύ. Δεν ξέρω αν βλέπεις, αλλά τα Λευκά Ορη κρατούν ακόμα χιόνι στις κορφές τους. Τα λουλούδια στο Ακρωτήρι είναι ανθισμένα. Φέτος, είχαμε νερό πολύ. Μην ανησυχείς. Η σοδειά προβλέπεται μεγάλη. Είμαστε όλοι εδώ. όλη η οκογένεια, μα πάνω από όλα οι φίλοι σου. Που σταθήκανε δίπλα σου σε όλες τις μάχες της ζωής σου. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Όλοι αυτοί που μια ζωη ακουμπούσες και ακουμπούσαν πάνω σου. Μίλησαν πολύ για σένα αυτές τις μέρες. Καλά και τιμητικά. Σήμερα όμως εδώ δεν είμαστε για να μιλήσουμε για την πολιτική. Για όλα εκείνα τα σωστά που είπες και έκανες. Είμαστε εδώ για να σου πούμε το μεγάλο ευχαριστώ και το πικρό αντίο. Σε ευχαριστούμε. Για την ανθρωπιά σου. Για την λεβεντιά σου. Για την καλοσύνη σου. Για το περίσσευμα καρδίας που μας δίδαξες με το παράδειγμά σου. Σε ευχαριστούμε που μας έμαθες να αγαπάμε την Κρήτη. Σε ευχαριστούμε που μας δίδαξες να τιμάμε τις φιλίες μας, το λόγο μας, το χρέος, και την ευθύνη μας.
Σε ευχαριστούμε για την αστείρευτη πηγαία αισιοδοξία σου. Για την πίστη σου ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Για τον τόπο πέρα και πάνω απ’ όλα. Όταν σου είπα πριν λίγες ημέρες ότι η χώρα δεν πάει καλά, μου είπες να έχω πίστη στους Ελληνες. Πως εσύ τους ξέρεις. Ότι η Ελλάδα θα ξανασηκωθεί. Σ’ ευχαριστούμε που μας έμαθες να λυγίζουμε αλλά να μην σπάμε. Να πέφτουμε αλλά να ξανασηκωνόμαστε. Σε ευχαριστούμε γιατί μας μπόλιαζες δύναμη. Που όμως τώρα να βρώ τη δύναμη να σε αποχαιρετίσω; Λέξεις δένουν κόμπο στο λαιμό και με πνίγουν. Ίσως είμαι η πιο ακατάλληλη να μιλάω αυτή την ώρα. Στέκω όμως όρθια στην γη που τόσο αγάπησες και προσπαθώ στην περηφάνεια μου για σένα να βρω την αντοχή. Δεν ζύγιαζες. Δεν μετρούσες. Δεν βολεύτηκες. Δεν χώρεσες ποτέ σε όλα εκείνα που είπαν πως δεν ακούγονται καλά. Σε όλες τις μικρότητες και τους μικρούς τους λίγους στα κρυφα. Δεν χώρεσες. Ήσουν ψηλός βλέπεις και το βλέμμα σου δεν ήξερε παρά να απλώνεται. Δεν χώρεσε και η αγάπη σου για την γη τούτη που σε γέννησε για ένα ολόκληρο τόπο που τον πόνεσες για τον λαό που πίστεψες για έναν – έναν τους ανθρώπους του για την μάνα μας κυρίως, για μας. Δεν χωράς πιο πολύ τώρα εδώ! Δεν χωράς, ψηλέ περήφανε πατέρα μου! Σήκω επάνω! Σήκω επάνω γιατί χρειαζόμαστε λίγο ακόμα όσα να μας βγάλεις πάλι στο ξέφωτο. Σήκω επάνω γιατί άδειασε ο τόπος και θα μείνουν τα βουνά απερπάτητα. Σήκω επάνω γιατί έχουν έρθει φίλοι πολλοί και δεν πάει να τους πω οτι απόθανες. Σήλω επάνω γιατί θα χαράξει και δεν θα σαι».