«Έκλεισα ξενοδοχείο την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα πάω». Αυτή τη φράση Ευρωπαίος αξιωματούχος επέλεξε να χρησιμοποιήσει για να δώσει έμφαση στις δυσκολίες που συνοδεύουν το ενδεχόμενο συμφωνίας επί του πακέτου εφεδρικών μέτρων.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών ολοκληρώνουν σήμερα την επιστροφή τους στην Αθήνα έτσι ώστε να επιχειρήσουν σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές μέχρι την Τετάρτη να βρουν τη φόρμουλα που θα κάνει νομικά –και πολιτικά- δυνατή τη συμφωνία σε μέτρα ύψους 3,6 δισ. που θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα είναι μικρότερο του 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στην ευρωζώνη τα κράτη-μέλη ζήτησαν από την Ελλάδα να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις ως προς τα ενδεχόμενα εφεδρικά μέτρα, οι οποίες θα είναι αξιόπιστες και θα έχουν στοιχεία αυτοματισμού. Ανάλογες διαδικασίες έχουν ήδη ισχύσει στην περίπτωση της Ιταλίας.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν πως είναι υπό συζήτηση το ποιος θα έχει την τελική ευθύνη για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού. Το βέβαιο πάντως είναι πως τα στοιχεία που χρησιμοποιηθούν θα είναι της Eurostat, ενώ μία ιδέα είναι να γίνει το πρώτο τεστ, σ’ ένα χρόνο από τώρα, όταν θα δημοσιευθούν τα στοιχεία της Eurostat για το 2016.
Η άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι εάν επιτευχθεί συμφωνία θα είναι επωφελής για την Ελλάδα. Πρώτ’ απ’ όλα, αναφέρουν πηγές, θα ξεκλειδώσει άμεσα η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Σύμφωνα με τους αρμόδιους η δόση η οποία προβλεπόταν για το περασμένο φθινόπωρο όταν θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση ήταν 5,4 δισ., ωστόσο λόγω των καθυστερήσεων στην καταβολή της λόγω των συνεχιζόμενων διαβουλεύσεων, η πρόθεση των δανειστών είναι η εν λόγω δόση να είναι μεγαλύτερη.
Επιπλέον, εφόσον το ΔΝΤ ικανοποιηθεί με την εν λόγω συμφωνία (σε συνδυασμό με τη συζήτηση για το χρέος) και το ΔΣ του εγκρίνει το νέο πρόγραμμα με την Ελλάδα, θα προχωρήσει επίσης στην εκταμίευση της πρώτης δόσης. Με αυτά τα χρήματα, οι ίδιες πηγές, εκτιμούν πως η Ελλάδα όχι μόνο θα εξυπηρετήσει τις τρέχουσες δανειακές υποχρεώσεις της αλλά θα αποπληρώσει μεγάλο μέρος των ανεξόφλητων οφειλών της προς τον ιδιωτικό τομέα κάτι που θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία.
Τέλος, ως μεγάλο όφελος για την Ελλάδα παρουσιάζεται η έναρξη της συζήτησης για το χρέος. Ευρωπαίος αξιωματούχος υπογράμμιζε πως ακόμα και αν δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιες αποφάσεις θα ληφθούν τώρα, ποιες πριν το τέλος του προγράμματος και ποιες όταν θα υπάρχει το «πραγματικό πρόβλημα», δηλαδή το 2023, η ευρωζώνη έχει ως στόχο με αυτήν τη συζήτηση να «δημιουργήσει» το απαραίτητο περιβάλλον «ασφάλειας» για τους επενδυτές. «Απλά πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση σε φάσεις έτσι ώστε να διατηρείται ένα επίπεδο πίεσης προς την ελληνική πλευρά» σημειώνει η ίδια πηγή.