Έπειτα από έρευνες που κράτησαν 20 ολόκληρους μήνες, παίρνει επιτέλους το δρόμο της δικαιοσύνης η υπόθεση θρίλερ της εξαφάνισης και δολοφονίας του 21χρονου μουσικού Τάκη Βαζακόπουλου από τη Σαντορίνη. Οι αρχικές ενδείξεις της αστυνομίας μετατράπηκαν σε αποδείξεις και η δικογραφία βρίσκεται πλέον στα χέρια του εισαγγελέα Νάξου, που αναμένεται να ασκήσει διώξεις για την πολύκροτη υπόθεση. Τα ίχνη του Τάκη Βαζακόπουλου χάθηκαν το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου του 2014. Τρεις μήνες μετά ένας κολλητός του, ομολόγησε ότι τον είχε σκοτώσει. Στη συνέχεια τα πήρε όλα πίσω καθώς διαπίστωσε πως η αστυνομία δεν είχε στοιχεία για να δέσει την υπόθεση και την ενοχή του. Μετά τις αρχικές τύψεις πίστεψε ότι θα μπορούσε να αφήσει πίσω το έγκλημα και πράγματι αρχικά αφέθηκε ελεύθερος. Η διερεύνηση όμως δεν είχε ολοκληρωθεί…
«Παιδιά βάλτε τα δυνατά σας, κάντε ό,τι μπορείτε για να τον βρούμε αλλιώς δεν θα ησυχάσω. Δεν ξέρω που θα κοιμηθώ απόψε, αλλά τουλάχιστον να κοιμηθώ ήρεμος. Έχω να κλείσω μάτι τρεις μήνες από τη μέρα που έγινε αυτό με το φίλο μου». Τα συγκεκριμένα λόγια φέρεται να ανήκουν στον φίλο του θύματος κατά την αρχική του ομολογία για το έγκλημα. Τα είπε στους υπαλλήλους καθαριότητας του δήμου Σαντορίνης στη χωματερή που τους υπέδειξε ως χώρο ταφής του Τάκη. Ο φερόμενος ως δράστης οδήγησε τους αστυνομικούς στο τρίτο και χαμηλότερο επίπεδο της χωματερής του νησιού. Σημείο που δεν διακρίνεται από την είσοδό της και μόνο κάποιος που το ξέρει μπορεί να φτάσει εκεί. «Εδώ τον άφησα και τον κάλυψα με ξύλα που υπήρχαν από μπάζα», τους είπε χαρακτηριστικά.
Άνθρωποι που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν πως τρεις μήνες μετά την ταφή, ο όγκος των σκουπιδιών στο σημείο ήταν τριπλάσιος και ήταν αδύνατον να εντοπιστεί εύκολα το πτώμα του άτυχου παιδιού. Όταν ο φίλος του συνειδητοποίησε πως δύσκολα θα βρισκόταν το πτώμα του, άλλαξε τακτική. Τους έδειχνε διαφορετικά σημεία σαν χώρο ταφής. Έλεγε ότι τον έκαψε και πέταξε τα οστά του σε διάφορα σημεία, τα οποία ερευνήθηκαν από αστυνομικούς του νησιού χωρίς αποτέλεσμα. Άλλη στιγμή, μίλησε για μία στέρνα ότι εκεί εξαφάνισε το πτώμα, την οποία άδειασαν χωρίς φυσικά να βρουν τον Τάκη…
Λίγες ώρες πριν και ενώ είχε κληθεί για μία ακόμη κατάθεση στην Ασφάλεια Σαντορίνης γιατί θεωρείτο ύποπτος, φέρεται να ομολόγησε το θάνατο του φίλου του πάνω σε καυγά. Σύμφωνα με πληροφορίες είπε ότι παρέλαβε τον Τάκη εκείνο το μεσημέρι με τη μηχανή του από τη στάση των λεωφορείων και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του σε γειτονική περιοχή. Κάποια στιγμή που βρέθηκαν στο πάρκινγκ, λογομάχησαν για θέματα της παρέας τους και τον έσπρωξε με δύναμη. Ο Τάκης πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του σε μία μεγάλη πέτρα και έμεινε αναίσθητος.
Στις απανωτές ερωτήσεις των αστυνομικών έφτασε να αλλάξει δύο φορές την περιγραφή για τις συνθήκες θανάτου του φίλου του. Τη μια είπε ότι ενώ οδηγούσε αυτός τη μηχανή, ο Τάκης ζαλίστηκε και έπεσε και την άλλη ότι ενώ οδηγός ήταν ο Τάκης, ξέφυγε από την πορεία του και χτύπησε. Ισχυρίστηκε πως όταν συνειδητοποίησε το θάνατο του φίλου του, μετέφερε μόνος του το πτώμα με το αυτοκίνητό του στη χωματερή. Μετά είπε πως τον βοήθησαν άλλα δύο άτομα.
Ανατριχίλα προκαλούν τα όσα φέρεται να κατέθεσε για τις προσπάθειες του να καλύψει το έγκλημα. Άφησε ο ίδιος την ταμπακιέρα του Τάκη στην Καλντέρα όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να ακούει μουσική. Ήθελε να φανεί η εξαφάνισή του φίλου του σαν αυτοκτονία. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ο άτυχος νέος ήταν πεσμένος ψυχολογικά από ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Γνώριζε ότι ο Τάκης λίγες μέρες πριν, είχε αφήσει ένα σημείωμα απελπισίας στη μητέρα του. Οι συγγενείς του πρόλαβαν τότε τα χειρότερα. Κινητοποιήθηκαν άμεσα και τον βρήκαν να κάθεται αναστατωμένος στην Καλντέρα. Συνήλθε όταν διαπίστωσε απ’ το γιατρό ότι το πρόβλημα της υγείας του είχε ξεπεραστεί.
Μαρτυρία που δόθηκε στο «Τούνελ» εξετάζεται ως ιδιαίτερα σοβαρή. Τη νύχτα εκείνη ο φερόμενος ως δράστης, ο Τάκης και η παρέα τους κατέληξαν στο σπίτι του πρώτου όπου έστησαν ένα μικρό πάρτι με δυνατή μουσική. Κάποια στιγμή ακούστηκαν έντονες φωνές από το σπίτι, η πόρτα άνοιξε και ο Τάκης βγήκε τρέχοντας κυνηγημένος από συγκεκριμένα άτομα. Ακούστηκαν μπουκάλια να σπάζουν, κραυγές πόνου του παιδιού και στη συνέχεια ένα αυτοκίνητο να απομακρύνεται με ταχύτητα. Λίγες ώρες μετά, ο μάρτυρας πήγε στο σημείο και είδε ότι κάποιος είχε σκουπίσει τα σπασμένα γυαλιά.
«Μετανιώνω γι’ αυτό που συνέβη στο φίλο μου. Μακάρι να το είχα αναφέρει απ’ την πρώτη ημέρα», φέρεται να είπε στους αστυνομικούς. Μετά την ομολογία του, τα πήρε όλα πίσω. Φίλοι και συγγενείς του ισχυρίστηκαν στο «Τούνελ» ότι τα όσα είπε ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής βίας και έντονης πίεσης από τους αστυνομικούς. Το λόγο τώρα έχει ο εισαγγελέας…
Πηγή: Φως στο Τούνελ, Εφημερίδα Espresso