Ακούω πολλούς να προσπαθούν να προσδιορίσουν το Θ. Βέγγο μέσα από άλλους μεγάλους του σινεμά.
Τον λένε Έλληνα Σαρλώ. Ή ενσάρκωση του καραγκιόζη.
Για μένα δεν ήταν τίποτα από αυτά. Ήταν ο Βέγγος. Δε συγκρίνεται με κανέναν. Γιατί ήταν και θα παραμείνει μια ξεχωριστή, μοναδική οντότητα. Δεν θα επιχειρήσω καν να την περιγράψω. Υπάρχουν άλλοι πολύ πιο κατάλληλοι. Έχω όμως την ανάγκη να γράψω το πιο πολύτιμο που μου χάρισαν οι ταινίες του. Πιο πολύτιμο κι από το γέλιο. Που το κατάλαβα αρκετά χρόνια αργότερα.
Ο Θ. Βέγγος μου έδωσε το χώρο για να επικοινωνήσω ως νέος με τη προηγούμενη από μένα γενιά. Οι ταινίες του ήταν από τα ελάχιστα που παρακολουθούσα ως έφηβος μαζί με τους μεγαλύτερους μου. Ούτε η μουσική που άκουγα, ούτε τα βιβλία που διάβαζα, ούτε οι συζητήσεις που αποζητούσα για τους προβληματισμούς μου ταίριαζαν με αυτές των γονιών μου, των συγγενών και των οικογενειακών φίλων. Μόνες στιγμές που αυτή η απόσταση μίκραινε ήταν όταν ήμασταν σε κάποιο σπίτι και η ασπρόμαυρη τηλεόραση έπαιζε Βέγγο.
Τότε όλοι καθόμασταν μαζί, ξεκαρδιζόμασταν με τα ίδια αστεία και νιώθαμε το ίδιο τσίμπημα στην καρδιά από την ταλαιπωρία του νεοέλληνα που ενσάρκωνε και ήταν μέρος της καθημερινότητας μας.
Και μέσα από αυτές τις ταινίες μοιραζόμασταν αξίες, συναισθήματα, και την αγνή μάχη για ένα καλύτερο αύριο.
Όταν η ταινία τελείωνε ξαναγύριζα στο δικό μου κόσμο και οι μεγαλύτεροι στο δικό τους. Όμως είχαμε καταφέρει να επικοινωνήσουμε. Και να μοιραστούμε αυτό που εκείνος ήξερε να προκαλεί καλύτερα από κάθε άλλον. Τη χαρμολύπη της ζωής μας.
Καλό ταξίδι καλέ μας άνθρωπε.
Θα μου μείνει πάντα η σκέψη ότι στη ζωή σου γέλασες πολύ λιγότερο από όσο γέλιο προσέφερες σε όλους εμάς.
Το είπες με τον τρόπο σου με εκείνη τη δήλωση που έκανες σε μια βράβευση μέσα σε αναφιλητό. “Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα σκληρό κουπί.”