Κατά την κινητοποίηση, στην οποία κάλεσαν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και η εβδομαδιαίας εφημερίδας Riodoce, για την οποία εργαζόταν, οι αφίσες κολλήθηκαν στους τοίχους εγκαταλελειμμένων ή κλειστών κτιρίων στην Κουλιακάν, όπου δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος, υπό το φως της ημέρας.
Επρόκειτο για μια «ειρηνική διαδήλωση» η οποία «συνίστατο σε μια αφισοκόλληση»: για την ακρίβεια, επρόκειτο να αναρτηθούν σε κτίρια στην πόλη «συνολικά 2.509» αφίσες, όπως διευκρίνισε η Riodoce στον ιστότοπό της. Οι οργανωτές κάλεσαν να μην γίνει αφισοκόλληση σε δημόσια κτίρια, ή κτίρια που αποτελούν μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της πόλης, για να μην προκληθούν φθορές σε αυτά.
Στις αφίσες ο Χαβιέρ Βαλδές, 50 ετών, ο οποίος συνεργαζόταν επίσης με το Γαλλικό Πρακτορείο και την εφημερίδα La Jornada, απεικονίζεται γελαστός, με το αιώνιο καπέλο του στο κεφάλι και φορώντας τα γυαλιά του. Ο ρεπόρτερ, που ειδικευόταν στη διακίνηση ναρκωτικών, δολοφονήθηκε από ένοπλους στην Κουλιακάν, στην Πολιτεία Σιναλόα, την οποία λυμαίνεται το καρτέλ του βαρόνου Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουσμάν, ο οποίος σήμερα κρατείται σε φυλακή των ΗΠΑ όπου εκδόθηκε.
Ο Χαβιέρ Βαλδές ήταν ο πέμπτος δημοσιογράφος ο οποίος δολοφονήθηκε στο Μεξικό μέσα στο 2017. Το 2016 δολοφονήθηκαν 11 δημοσιογράφοι· ο αριθμός αυτός δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Τον Φεβρουάριο, η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF) υπογράμμισε πως το Μεξικό καταλαμβάνει την τρίτη θέση στον κόσμο σε ό,τι αφορά τον αριθμό των δολοφονημένων δημοσιογράφων, πίσω μόνο από τη Συρία και το Αφγανιστάν.
Ο θάνατος του Χαβιέρ Βαλδές προκάλεσε ένα κύμα αγανάκτησης στον μεξικανικό δημοσιογραφικό κόσμο. Πολλές χώρες αλλά και διεθνείς οργανισμοί ζήτησαν να διεξαχθεί εξονυχιστική έρευνα για να βρεθούν οι υπεύθυνοι για το έγκλημα και να λογοδοτήσουν.