Σοκάρει η απολογία του 39χρονου παραολυμπιονίκη, Βασίλη Τσαγκάρη, ο οποίος κατηγορείται για τη δολοφονία του 47χρονου ξενοδόχου, Μάριου Λουκόπουλου. Ο παραολυμπιονίκης τόσο στο απολογητικό του υπόμνημα όσο και στις απαντήσεις που έδωσε στον ανακριτή εξέφρασε τη λύπη του για τη δολοφονία και περίεγραψε λεπτομερώς το περιστατικό.
“Ποτέ δε θα ξεχάσω τα δραματικά δευτερόλεπτα που μετέτρεψαν εμένα σε δράστη ενός κακουργήματος και τον εκλιπόντα σε θύμα. Σε λίγα δευτερόλεπτα έχασα πλήρως την συγκρότησή μου και τον ψύχραιμο έλεγχο του εαυτού μου. Σας διαβεβαιώνω ότι θα έκανα τα πάντα για να επανορθώσω το ανεπανόρθωτο” τονίζει μεταξύ άλλων.
“Επειδή τον φοβόμουν, ζήτησα από τον Μάριο Λουκόπουλο να έλθει στο κατάστημά μου προκειμένου να γίνει εκεί η συζήτηση. Λίγο πριν φτάσει ο εκλιπών στο κατάστημά μου, έκλεισα τις κάμερες που παρακολουθούν το κατάστημα και καταγράφουν τον χώρο, δεδομένου ότι ήξερα ότι αν χρειαζόταν θα του επιδείκνυα το όπλο μου. Γνώριζα ότι αυτό που έκανα ήταν ακραίο και δεν ήθελα να το εκμεταλλευτεί ο εκλιπών και να με καταγγείλει. Ήθελα να τον εκφοβίσω. Να φύγει και να μην με ξαναενοχλήσει.
Γρήγορα άρχισε να εκνευρίζεται και να μου δείχνει διάφορα δικόγραφα και να μου φωνάζει. Μας άκουσε όλη η γειτονιά. Μου μιλούσε υποτιμητικά και ανέφερε συχνά τις απειλές του για μένα και την μάνα μου, ενώ ταυτοχρόνως με χλεύαζε και μας άκουγαν όλοι οι γείτονες. Του φώναξα: “Έκανες λάθος που απείλησες την μάνα μου”!” ισχυρίζεται.
Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο παραολυμπιονίκης, το θύμα δεν σταμάτησε να τον βρίζει και να τον απειλεί. Τότε, όπως υποστηρίζει ο δράστης, το θύμα του όρμηξε και προσπάθησε να του αρπάξει το όπλο.
Όσον αφορά στα δραματικά γεγονότα εκείνης της βραδιάς περιγράφει πως όταν του είπε ότι δεν είναι διατεθειμένος να καταθέσει σε βάρος της πρώην συζύγου του, ο 47χρονος ξενοδόχος “εξαγριωμένος σηκώθηκε από την καρέκλα του και μου απηύθυνε τις φράσεις «βρε κ@λοανάπηρε , ανίκανε που πήγες με τη γυναίκα μου , τώρα θα δεις πώς θα γ@μήσω εσένα και τη μητέρα σου». Στο άκουσμα των παραπάνω εκφράσεων έβγαλα το πιστόλι από το μαξιλαράκι του αμαξιδίου όπου το κρατούσα και του λέω ότι «έτσι και ξαναπιάσεις τη μητέρα μου στο στόμα σου με αυτό (το όπλο) θα σε π…». Εκείνη τη στιγμή μου ορμάει με τα δυο του χέρια προκειμένου να μου αρπάξει το πιστόλι , και τα δυο του χέρια βρέθηκαν επάνω στο πιστόλι”.
Μετά από αυτό ο κατηγορούμενος περιέγραψε πως επειδή τα δύο χέρια του θύματος βρισκόνταν επάνω στο όπλο και ο ξενοδόχος “έκανε το γύρο του τραπεζιού συρόμενος πάνω σε αυτό έφτασε στο πλάι μου ενώ εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάποια κίνηση έχοντας βάλει και το δεύτερο χέρι μου στο όπλο, το δε αμαξίδιό μου δεν μπορούσε να κάνει προς τα πίσω κίνηση λόγω των φρένων που είχα θέσει.
Τότε εγώ φοβούμενος για τη ζωή μου και συγκεκριμένα ότι θα μου αφαιρούσε το πιστόλι και θα με σκότωνε (ας σημειωθεί ότι κάποια στιγμή ένιωσα ότι το πιστόλι έφευγε από τα χέρια μου) τοποθέτησα του αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι για να μπορέσω να στηριχτώ και πάνω στην πάλη που ακολούθησε προφανώς ο Μάριος Λουκόπουλος όπλισε το πιστόλι το οποίο εκπυρσοκρότησε περισσότερες της μια φορές.
Ταυτόχρονα στη διάρκεια της πάλης με εξύβριζε με τις λέξεις «κ@λοανάπηρε, άχρηστε, γ@μω τη μάνα σου» ενώ τον έβριζα και εγώ. Στη συνέχεια αφού είχαν προηγηθεί μερικοί πυροβολισμοί ο Μάριος Λουκόπουλος μου είπε «άστο κάτω ρε κ@λόπαιδο με έχεις χτυπήσει». Τότε εγώ τον ρώτησα και ενώ το όπλο εξακολουθούσε να βρίσκεται ανάμεσα στα χέρια μας εκείνος μου απάντησε ότι τον είχα χτυπήσει στο στήθος. Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι τον είχα χτυπήσει μιας και εκείνος συνέχιζε τις προσπάθειές του να μου αφαιρέσει το όπλο”.
Ο δράστης περιγράφει στην απολογία του ότι στη συνέχεια “έκανα δυο βήματα παραπίσω και είδα αίμα στο στήθος του οπότε και κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί. Αμέσως μετά την απομάκρυνσή του άρχισε να μου πετάει ό, τι έβρισκε μπροστά του και συγκεκριμένα τραπέζια , καρέκλες και δελτιοθήκες, ενώ συγχρόνως συνέχιζε να με αποκαλεί ανάπηρο και ανίκανο και να βρίζει τη μητέρα μου λέγοντάς μου « με σκοτώνεις ανάπηρε»”.
Ο κατηγορούμενος περιγράφει επίσης μετά από αυτό πως “κρατώντας με το ένα μου χέρι το αμαξίδιό μου και με το άλλο μου χέρι το οποίο έβαλα πάνω από το τραπέζι πυροβόλησα μια φορά χωρίς να βλέπω το θύμα το οποίο απλά καταλάβαινα ότι βρισκόταν πίσω από το τραπέζι. Θέλω να προσθέσω ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και άρχισε να μου εκσφενδονίζει τα αντικείμενα που σας προανέφερα , τον είδα να παίρνει το κινητό του τηλέφωνο και να καλεί κάποιον τον οποίο δεν κατάλαβα ποιος ήταν , λέγοντάς του ότι βρίσκεται εντός πρακτορείου και τον σκοτώνουν”.
Παράλληλα, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στις εκμυστηρεύσεις της πρώην συζύγου του Λουκόπουλου περιγράφοντας πως του έλεγε ότι “είχε υποστεί πολλές φορές ξυλοδαρμούς από αυτόν, ότι τα ίδια είχαν υποστεί και τα παιδιά τους και ότι τον υποψιαζόταν για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Όλα αυτά είχαν δημιουργήσει μέσα μου μια απέχθεια για τον εκλιπόντα αλλά και την απόφασή μου να μη συνεχίσω τις επαφές μαζί της όπως και έκανα”.
Ο ίδιος τόνισε ότι εδώ και καιρό τον απειλούσε το θύμα. “Διερχόταν μπροστά από το μαγαζί με το αυτοκίνητό του και μου φώναζε: “Θα σε γ@μήσω μ@λ@κ@ και εσένα και την κ@ριόλα τη μάνα σου. Μου φώναζε: “Είσαι πουστ@κι και εσύ και ο αδελφός σου”.