Ασφαλιστικές εισφορές 6.67% των συντάξιμων αποδοχών θα πληρώνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ δεν υπόκεινται σε εισφορές τα 140,8 ευρώ της ειδικής παροχής. Αυτά μεταξύ άλλων ορίζει εγκύκλιος που εξέδωσαν τα υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών.
Το Δημόσιο από την πλευρά του το 2017 καταβάλλει εισφορές ίσες με το 3,3% και σταδιακά αυξάνονται για να φτάσουν το 2020 στο 13,33% όπως δηλαδή και κάθε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα.
Η εγκύκλιος καθορίζει επίσης το ύψος των μηνιαίων παροχών επί των οποίων επιβάλλονται οι εισφορές στο δημόσιο, τις συντάξιμες αποδοχές αλλά και το ποσοστό των εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, όπως αυτές διαμορφώνονται από το τρέχον έτος και έως το 2020.
Αναλυτικά, καθορίζεται ότι ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης, εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος, υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.
Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Α1. Ασφαλισμένοι πριν την 1-1-1993 (παλαιοί ασφαλισμένοι)
Από 1-1-2017 ως συντάξιμες αποδοχές των «παλαιών ασφαλισμένων» (υπάλληλοι που έχουν ασφαλισθεί πρώτη φορά για κύρια σύνταξη πριν την 1-1-1993) οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του νέου ενιαίου μισθολογίου (ν. 4354/2015), νοούνται αυτές επί των οποίων καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή:
– ο βασικός μισθός
– το καταβαλλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης
– το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας μόνο για όσους υπηρετούν στους Ο.Τ.Α. α’ βαθμού και έχουν ενταχθεί στο καθεστώς των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
A2. Ασφαλισμένοι από 1-1-1993 και μετά (νέοι ασφαλισμένοι)
Από 1-1-2017, ως συντάξιμες αποδοχές των «νέων ασφαλισμένων» υπαλλήλων (έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά μετά την 1-1-1993) που υπάγονται στις διατάξεις του νέου ενιαίου μισθολογίου, νοούνται αυτές επί των οποίων καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές:
– ο βασικός μισθός
– οικογενειακή παροχή
– το καταβαλλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης
– το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας ανεξαρτήτως εάν έχουν ενταχθεί στο καθεστώς των Β.Α.Ε.
– το επίδομα απομακρυσμένων – παραμεθορίων περιοχών.
Α3. Παρατηρήσεις
Το επίδομα θέσης ευθύνης περιλαμβάνεται στις συντάξιμες αποδοχές και επομένως υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές και στις περιπτώσεις άσκησης καθηκόντων Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας κατά αναπλήρωση ή ανάθεση άσκησης των καθηκόντων αυτών, οπωσδήποτε δε στις περιπτώσεις άσκησης καθηκόντων Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας μετά από επιλογή του αρμοδίου οργάνου βάσει των οικείων διοικητικών διατάξεων.
Επειδή το εικονικό ποσό των 140,80 ευρώ των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 3513/2006 (Α 265) δεν περιλαμβάνεται στις αποδοχές των υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο του ν. 4354/2015 και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα των συντάξιμων αποδοχών τους, από 1-1-2017 και μετά δεν υπόκειται σε κράτηση ασφαλιστικών εισφορών.
Η προσωπική διαφορά του άρθρου 27 (παρ. 1) του ν. 4354/2015 δεν αποτελεί σταθερή παράμετρο του ενιαίου μισθολογίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα των συντάξιμων αποδοχών.
Στις συντάξιμες αποδοχές των μετακλητών υπαλλήλων του Δημοσίου που υπηρετούν με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου για όσους ανήκουν στην κατηγορία των «παλαιών ασφαλισμένων», σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω ενότητα Α1 περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός του Μ.Κ. στο οποίο κατατάσσονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 και το προβλεπόμενο επίδομα θέσης ευθύνης, όπως ισχύει κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4354/2015 και με τις εκάστοτε ισχύουσες εφεξής διατάξεις, ενώ για όσους ανήκουν στην κατηγορία των «νέων ασφαλισμένων» περιλαμβάνονται οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω Ενότητα Α2 της παρούσας Εγκυκλίου.
5. Οι ασφαλιστικές εισφορές για επικουρική σύνταξη και μέρισμα του ΜΤΠΥ παρακρατούνται επί των συντάξιμων αποδοχών όπως αυτές προσδιορίζονται στις ανωτέρω Ενότητες Α1 και Α2 της παρούσας Εγκυκλίου.
Οι ασφαλιστικές εισφορές για εφάπαξ παροχή για τους «νέους ασφαλισμένους» παρακρατούνται επί των συντάξιμων αποδοχών όπως αυτές προσδιορίζονται στην ανωτέρω Ενότητα Α2 της παρούσας Εγκυκλίου. Για την βάση υπολογισμού των εισφορών των «παλαιών ασφαλισμένων» εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις.
Για την αναλυτικότερη περιγραφή των ποσοστών εισφοράς και της βάσης υπολογισμού των εισφορών για την επικουρική σύνταξη, την εφάπαξ παροχή και το μέρισμα του ΜΤΠΥ θα ακολουθήσει νεότερη εγκύκλιος.
Οι κρατήσεις για κύρια σύνταξη όσων υπάγονται στα ειδικά μισθολόγια εξακολουθούν να υπολογίζονται επί των συνταξίμων αποδοχών όπως αυτές προσδιορίζονται από τις οικείες συνταξιοδοτικές διατάξεις, με εξαίρεση το ποσό των 140,80€ (στις περιπτώσεις που το ποσό αυτό λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών) το οποίο λόγω του ότι αποτελεί εικονικό ποσό και δεν καταβάλλεται με τις αποδοχές, δεν υπόκειται, από 1-1-2017 και μετά, σε κράτηση για κύρια σύνταξη.
ΙΙ. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Α. Εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη εργαζομένων στο Δημόσιο
1. Από 1-1-2017 καταβάλλονται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) για κύρια σύνταξη, ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, για τα ακόλουθα πρόσωπα, που μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ υπάγονταν στο ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου:
α. τους τακτικούς και μετακλητούς υπαλλήλους του Δημοσίου, της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των
ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, β. τους Ιερείς και τους υπαλλήλους των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, γ. τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος και δ. τα αιρετά όργανα (Βουλευτές και Δήμαρχοι).
2. α. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 6,67% επί των κατά τα ανωτέρω μηνιαίων, συνταξίμων αποδοχών του υπαλλήλου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
β. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη, στις περιπτώσεις που μέχρι την 31-12-2016 δεν προβλεπόταν η καταβολή αυτών, ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό επί των κατά τα ανωτέρω μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών του ασφαλισμένου υπαλλήλου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και διαμορφώνεται κατ’ έτος ως εξής:
Προς διευκρίνιση παρατίθενται τα εξής παραδείγματα:
– Διορισμένος στο Δημόσιο έως 31-12-1992 (παλαιός ασφαλισμένος), κατέβαλε έως 31-122016 για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ασφαλισμένου ύψους 6,67%, χωρίς να προβλέπεται η καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Από 1-1-2017, θα καταβάλει εισφορές ασφαλισμένου ύψους 6,67% και το Δημόσιο εργοδοτική εισφορά ύψους 3,33% (καταληκτικό 13,33% από 1-1-2020).
– Διορισμένος για πρώτη φορά στο Δημόσιο μετά την 1-1-2011, χωρίς καμία προϋπηρεσία στο Δημόσιο, ο οποίος υπαγόταν αυτοδικαίως μέχρι 31-12-2016 στο πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν.3865/2010, όπως ισχύει, κατέβαλε για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ύψους 6,67% ο ασφαλισμένος και 13,33% ο εργοδότης. Από 1-1-2017 εξακολουθεί να καταβάλει τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών, δηλαδή 6,67% και 13,33%, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά εργοδοτικής εισφοράς.
– Ασφαλισμένος μετά την 1-1-1993 (νέος ασφαλισμένος) στο Ειδικό Καθεστώς του πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ν.3163/1955 και ν.δ. 4277/1962), κατέβαλε για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ύψους 6,67% ο ασφαλισμένος και 13,33% ο εργοδότης. Από 1-1-2017 εξακολουθεί να καταβάλει τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών, δηλαδή 6,67% και 13,33%, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά εργοδοτικής εισφοράς.
Διευκρινίζουμε ότι σε περίπτωση υπαλλήλων που διορίζονται μετά την 1-1-2017, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ή όχι προϋπηρεσία στο Δημόσιο και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, καταβάλλονται για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 13,33% από τον εργοδότη, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά εργοδοτικής εισφοράς.
3. Σημειώνουμε ότι για τους μετακλητούς υπάλληλους δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καταβάλλεται εισφορά ασφαλισμένου ύψους 6,67% και εργοδοτική εισφορά σύμφωνα με τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά, ανεξαρτήτως εάν με το υφιστάμενο μέχρι 31-12-2016 καθεστώς υπάγονταν στο Δημόσιο ή σε φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ή από 1-1-2017 υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ βάσει των σχετικών διατάξεων του Δημοσίου ή των ανωτέρω φορέων κύριας ασφάλισης.
Για παράδειγμα μετακλητός υπάλληλος, διορισμένος πριν την 1-1-2017, που βάσει των ρυθμίσεων του άρθρου 4 παρ. 11α του ν.4151/2013 είχε επιλέξει να διατηρήσει το προγενέστερο καθεστώς ασφάλισής του, που ήταν ο ΟΑΕΕ, από 1-1-2017 καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και το Δημόσιο εργοδοτική εισφορά ύψους 3,33% (καταληκτικό 13,33% από 11-2020). Ο χρόνος αυτός θεωρείται ότι έχει διανυθεί στην ασφάλιση του πρώην ΟΑΕΕ για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης.
Επισημαίνουμε ότι για τους μετακλητούς υπαλλήλους το ύψος της εργοδοτικής εισφοράς υπολογίζεται με βάση τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά, ακόμη και εάν με το ισχύον μέχρι 3112-2016 καθεστώς προβλεπόταν για την ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων υψηλότερο ή χαμηλότερο ή δεν προβλεπόταν η καταβολή ποσοστού εργοδοτικής εισφοράς. Για παράδειγμα, μετακλητός υπάλληλος που μέχρι 31-12-2016 υπαγόταν στην ασφάλιση του πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (κοινό καθεστώς) κατέβαλε για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ύψους 6,67% ο ασφαλισμένος και 13,33% ο εργοδότης. Από 1-1-2017 καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% ο ασφαλισμένος και το Δημόσιο εργοδοτική εισφορά ύψους 3,33% (καταληκτικό 13,33% από 1-1-2020). Ο χρόνος αυτός θεωρείται ότι έχει διανυθεί στην ασφάλιση του πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης.
Διευκρινίζουμε ότι σε περίπτωση μετακλητών υπαλλήλων που διορίζονται μετά την 1-1-2017, καταβάλλονται για τον κλάδο σύνταξης εισφορές ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 13,33% από τον εργοδότη, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω μεταβατικά ποσοστά εργοδοτικής εισφοράς.
Β. Εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη εργαζομένων των Ο.Τ.Α. α’ βαθμού
Η πρόσθετη ειδική εισφορά 4,3% για όσους υπηρετούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση α’ βαθμού και έχουν ενταχθεί στο καθεστώς των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (ΒΑΕ) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008, ανεξάρτητα εάν ανήκουν στην κατηγορία των «παλαιών» ή «νέων» ασφαλισμένων υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, εφόσον είναι δικαιούχοι και πράγματι τους καταβάλλεται το εν λόγω επίδομα και όχι επί του συνόλου των αντίστοιχων συντάξιμων αποδοχών.
Η εργοδοτική εισφορά 8% η οποία υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών των πρώην κοινοτικών υπαλλήλων που έχουν ενταχθεί στους Δήμους και βαρύνει τους οικείους προϋπολογισμούς διαμορφώνεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1γ του άρθρου 5 του ν. 4387/2016, ως εξής:
Η εισφορά 10% στα έξοδα παράστασης των Δημάρχων που έχουν αποκτήσει για πρώτη φορά την ιδιότητα αυτή μέχρι την 12-11-2012 (ημερομηνία ισχύος του ν. 4093/2012) και εν δυνάμει μπορούν να αποκτήσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, διαμορφώνεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1γ του άρθρου 5 του ν. 4387/2016, ως εξής:
Σημειώνεται ότι:
α) Για τα προαναφερθέντα αιρετά όργανα από 1-1-2017 καταβάλλεται η εισφορά εργοδότη από τον οικείο Δήμο σύμφωνα με την αριθμ. 111482/0092/30-11-2016 (ΦΕΚ 4005/Β’/14-12-2016) Απόφαση περί καθορισμού των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη. β) Σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου 1α της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του Δημάρχου από 13-11-2012 και μετά δεν δικαιούνται σύνταξη από τη θέση αυτή.
ΙΙΙ. ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Α. Τα αναφερόμενα στο ανωτέρω τμήμα Ι, εφαρμόζονται από 1-1-2017 και σε όσους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται στο Δημόσιο με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, καθώς σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής με το Δημόσιο, και ως εκ τούτου ως συντάξιμες αποδοχές, νοούνται αυτές επί των οποίων καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές και απαριθμούνται αναλυτικά στις ως άνω παρ. Α1 και Α2 του τμήματος Ι, είτε πρόκειται για παλαιούς ασφαλισμένους, είτε για νέους ασφαλισμένους αντίστοιχα.
Ειδικότερα τα ανωτέρω εφαρμόζονται:
Σε υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου, καθώς σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής με το Δημόσιο, ανεξαρτήτως εάν με το υφιστάμενο μέχρι 31-12-2016 καθεστώς υπάγονταν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή φορέα κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και ανεξαρτήτως του χρόνου διορισμού (πριν ή μετά την 1-1-1993 ή την 1-1-2011).
Σε όσους υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3163/1955 και του ν.δ. 4277/1962 αντίστοιχα.
Στους τακτικούς υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που συνταξιοδοτούνται από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, με διατάξεις που παραπέμπουν είτε στις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις του Δημοσίου, είτε στις διατάξεις του ν. 3163/1955 (λ.χ. ΟΓΑ,ΤΣΜΕΔΕ, ΤΣΑΥ).
Β. Σημειώνουμε ότι εξακολουθεί να έχει εφαρμογή η ΥΑ Φ11321/οικ.45947/1757/2016 «Αναπροσαρμογή ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης μισθωτών από 1-1-2017 έως την 1-12020», σε όσες από τις ανωτέρω κατηγορίες υπαλλήλων, κατέβαλλαν υψηλότερα ή χαμηλότερα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών για τον κλάδο σύνταξης, από τα οριζόμενα στην παρ. 1 του
αρ. 38 του ν. 4387/2016.
Γ. Τέλος, σημειώνουμε ότι για τους υπάλληλους (περιλαμβανομένων και των μετακλητών υπαλλήλων) που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου), ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται αυτές του αρ. 38 του ν. 4387/2017, ήτοι οι πάσης φύσεως αποδοχές, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας.
Σε περίπτωση που κατά την εφαρμογή των ανωτέρω προκύψουν διαφορές στα ποσά των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβληθεί από 1-1-2017, οι αρμόδιες υπηρεσίες των φορέων θα αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις ως εξής:
Α. Εάν το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί είναι υψηλότερο από εκείνο που προκύπτει από την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, τότε το επιπλέον ποσό συμψηφίζεται, μέχρι εξάλειψής του, με μελλοντικές καταβολές ασφαλιστικών εισφορών.
Παράδειγμα: Για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2017 καταβλήθηκε συνολική εισφορά (ασφαλισμένου και εργοδότη) ύψους €100 μηνιαίως, ενώ με βάση τις ανωτέρω ρυθμίσεις θα έπρεπε να έχει καταβληθεί μηνιαία εισφορά ύψους €70. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει διαφορά ύψους €30 μηνιαίως, δηλαδή €90 συνολικά. Για την τακτοποίηση κατά τον μήνα Απρίλιο του 2017 δεν θα καταβληθεί μηνιαία εισφορά (€70 προβλεπόμενη εισφορά – €70 ποσό οφειλής), ενώ για τον μήνα Μάιο του 2017 θα καταβληθεί μηνιαία εισφορά ύψους €50 (€70 προβλεπόμενη εισφορά – €20 ποσό οφειλής).
Β. Εάν το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί είναι χαμηλότερο από εκείνο που προκύπτει από την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, τότε το επιπλέον ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την τακτοποίηση των εισφορών των προηγούμενων μηνών, καταβάλλεται σε δόσεις, ο αριθμός των οποίων είναι ίσος με τον αριθμό των μηνών για τους οποίους προκύπτει διαφορά στο ύψος των εισφορών.
Παράδειγμα: Για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2017 καταβλήθηκε συνολική εισφορά (ασφαλισμένου και εργοδότη) ύψους €100 μηνιαίως, ενώ με βάση τις ανωτέρω ρυθμίσεις θα έπρεπε να έχει καταβληθεί μηνιαία εισφορά ύψους €120. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει διαφορά ύψους €20 μηνιαίως, δηλαδή €60 συνολικά. Για την τακτοποίηση καταβάλλεται για τους επόμενους τρεις μήνες επιπλέον ποσό εισφοράς ύψους €20, δηλαδή το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του 2017 διαμορφώνεται σε 140 (€120 + €20).