Ο επιχειρηματίας που βρίσκεται πίσω από την «άλωση» της Κολομβίας και γειτονικών χωρών με κουραμπιέδες είναι ο Σπύρος Γκόγκας, κύριος μέτοχος της εταιρείας Greco S.A. Σήμερα το εργοστάσιό του στα βόρεια προάστια της πόλης (η οποία κάποτε ήταν το αρχηγείο του θρυλικού Pablo Escobar), παράγει 60 τόνους κουραμπιέδες (εκεί είναι γνωστοί ως “galletas con almendras” (“μπισκότα αμυγδάλου”) τον μήνα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων κατευθύνεται για εσωτερική κατανάλωση, αλλά ένα μέρος εξάγεται επίσης σε Παναμά και Εκουαδόρ.
Η εταιρεία αποτελεί τμήμα ενός ομίλου εταιρειών που δραστηριοποιείται στους τομείς κλωστοϋφαντουργίας, τροφίμων και διανομής. Τα τελευταία 6 έτη, η Greco διεύρυνε τον κατάλογο των προϊόντων της προσθέτοντας γλυκίσματα, τσίχλες, σοκολατάκια και μπισκότα. Ομως το προϊόν-σημαία της εταιρείας παραμένει ο «ηρωικός» κουραμπιές.Ο κ. Γκόγκας, που κατάγεται από την Κέρκυρα, σπούδασε βιολογία στην Αθήνα και έφθασε στο Μεντεγίν πριν από 20 χρόνια. «Σε κάποια φάση συνειδητοποίησα ότι η Κέρκυρα ήταν πολύ μικρή για μένα και ότι θα έπρεπε να ψάξω την τύχη μου στον ευρύτερο κόσμο», σημειώνει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Είχε ήδη ορισμένα μέλη της οικογένειάς του στο Mεντεγίν κι έτσι η πόλη της Κολομβίας ήταν η φυσική επιλογή. Αγόρασε ένα χρησιμοποιημένο εργοστάσιο με ορισμένες παλαιές μηχανές και αποφάσισε να ξεκινήσει. «Οι πρώτες μου προσπάθειες απέτυχαν τραγικά. Και τότε μου ήρθε η ιδέα του κουραμπιέ, αγόρασα νέες μηχανέ και τα υπόλοιπα είναι ιστορία». Γιατί κουραμπιέδες; «Οταν πρωτοήρθα, η αγορά μπισκότων κυριαρχείτο από δυο-τρεις μεγάλες εταιρείες που ακολουθούσαν τις αρχές του μαζικού μάρκετινγκ. Αποφάσισα να επιλέξω ένα προϊόν που απευθυνόταν στους «μερακλήδες» -ακολούθησα μια στρατηγική που αργότερα ονομάσθηκε «niche marketing».
Με άλλα λόγια, σκέφτηκα ορισμένες ελληνικές πολιτισμικές προτιμήσεις και βρέθηκα να ακολουθώ -χωρίς να το γνωρίζω- μια πολύ επαναστατική τότε στρατηγική μάρκετινγκ!» Η ιστορία του κ. Γκόγκα αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που έχει ένας ξένος όταν προσπαθεί να μπει σε μια αγορά. Τα μειονεκτήματα είναι προφανή: έλλειψη γνώσης των τοπικών συνθηκών και της τοπικής κουλτούρας. Τα πλεονεκτήματα: Εισαγωγή νέων τρόπων σκέψης που επαναστατικοποιούν τις τοπικές παραδόσεις και κανόνες -κάτι που για πολλούς αναλυτές αποτελεί την πεμπτουσία της επιχειρηματικότητας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το εργοστάσιό του απασχολεί σήμερα 150 άτομα -όλοι ντόπιοι. «Οι εργαζόμενοί μας έχουν όλοι οικογένειες. Λειτουργούν στο πλαίσιο αξιών που τονίζουν τη σκληρή δουλειά και την πειθαρχία. Η τοπική κοινωνία από την πρώτη στιγμή μάς αγκάλιασε και μας υποστήριξε».«Bρίσκω τους ανθρώπους εδώ εξαιρετικά επιχειρηματικούς. Πιστεύω επίσης ότι το υπάρχον σήμερα κλίμα ιδεών στο Mεντεγίν ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η Κολομβία διαφέρει πολύ από την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ελλάδα, όπου το όραμα είναι ο δημόσιος τομέας.
Εδω οι άνθρωποι δεν θέλουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι -θέλουν να γίνουν επιχειρηματίες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εδώ δεν έχουν τα προνόμια που έχουν στην Ελλάδα, όπως π.χ. τη μονιμότητα. Το όνειρο κάθε γονιού είναι να δουλέψουν τα παιδιά του σε μία ιδιωτική επιχείρηση, όχι για το κράτος. Βοηθάει επίσης ότι η φορολογική πολιτική εδώ είναι σχετικά σταθερή, ενώ στην Ελλάδα αλλάζει κάθε μέρα. Η ραχοκοκαλιά της Κολομβίας και η ατμομηχανή της οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό το λαμβάνει υπόψη η φορολογική πολιτική».
Πηγή: euro2day.gr