Μίλησε με εξαιρετικά λόγια για τους αδελφούς Γιαννακόπουλους, φυσικά για το πρώτο Ευρωπαϊκό που κατέκτησε η Εθνικής μας ομάδα τον Ιούνιο του 1987, για τη συνεργασία του με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, εννοείται τον Άρη, τον Βασίλη Σπανούλη.
Χαρακτήρισε ηγέτη τον V-Span στην απολαυστική του συνέντευξη.
Διαβάστε αποσπάσματά της
Από την πλευρά του ο Γκάλης ανέφερε για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο τα εξής: “Πρώτα από όλα είναι μικρό παιχνίδι, μόλις 22 χρόνων. Είναι μεγάλο ταλέντο και βλέπω ότι είναι και καλό παιδί. Η Εθνική δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να βασιστεί στον Γιάννη κι όλοι να έχουν τους ρόλους τους. Αυτός θα πρέπει να έχει το μυαλό του να αλλάξει λίγο το παιχνίδι του. Δεν είναι απόλυτο αυτό ότι παίζει με ένα συγκεκριμένο στιλ παιχνιδιού. Οι μεγάλοι παίκτες προσαρμόζονται. Από ότι βλέπω είναι καλό παιδί, από μόνος του θα προσαρμοστεί και θα προσφέρει στην Εθνική αυτό που μπορεί. Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό το παιδί γιατί ξέρω ότι δεν τα είχε όλα από μικρός. Μεγάλωσε δύσκολα όπως και εγώ. Ταυτίζομαι με τον Γιάννη. Δεν ανησυχώ γι’ αυτόν, γιατί τα κατάφερε μόνος του”.
Ο Νίκος Γκάλης ρωτήθηκε αν θα ξανάβαζε τη φανέλα και το σορτσάκι για την επέτειο των 30 χρόνων από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του 1987: “Αν ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά, έτσι ναι!”
Για την αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα ο Νίκος Γκάλης υποστήριξε: “Κάποια στιγμή πρέπει να δώσεις την ευκαιρία και στα νέα παιδιά. Όχι ότι δεν μπορούσα να παίξω, αλλά φτάνεις σε μία ηλικία που πρέπει να ξέρεις να σταματήσεις και να δώσεις την σκυτάλη σε αυτούς που έρχονται. Έχω δώσει, έχω προσφέρει, απλά ήρθε η ώρα της αποχώρησης. Δεν υπήρχε κάτι άλλο στην απόφασή μου”.
Για τη σχέση του με την ομοσπονδία: “Δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα με κανέναν. Θέλω να κρατάω στο μυαλό μου τις καλές στιγμές. Τι σκέφτεται ο άλλος είναι δικό του πρόβλημα. Εγώ δεν σκέφτομαι τα πράγματα με συμφέρον. Ζήσαμε ωραίες στιγμές, δεν έχω κάτι να χωρίσω με κανέναν”.
Για το γεγονός πως στη βράβευσή του από τον Άρη, δεν εμφανίστηκε κανείς από την ομοσπονδία στο γήπεδο, παρά την πρόσκληση που είχε αποστείλει ακόμη και ο ίδιος ο Γκάλης: “Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Εγώ έκανα την κίνησή μου. Γιατί δεν ρωτάει κανένας τους ίδιους”.
Ο Νίκος Γκάλης δεν ξεχνάει την ημέρα που έφυγε από τον Άρη: “Είχα βρεθεί με τη διοίκηση του Άρη τότε, μου είχαν πει μήπως γίνω προπονητής στα μικρά παιδιά, ενώ είχα ακόμη μπάσκετ μέσα μου, όπως αποδείχτηκε. Περίμενε ο κόσμος έξω και βγήκα με δακρυσμένα μάτια. Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το θέμα που έφερε την αποχώρηση μου. Δεν μπόρεσα να καταλάβω, έφυγα και δεν ήξερα τι είχαν συνεννοηθεί, ήταν δικό τους θέμα.
Στη συνέχεια, ενδιαφέρθηκε και ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός, αλλά ο Παναθηναϊκός το έδειξε πιο πολύ. Ήρθαν τα αδέλφια Γιαννακόπουλοι στο σπίτι μου και δεν θα έφευγαν μέχρι να με πάρουνε. Πολύ καλοί άνθρωποι και τους εμπιστεύτηκα. Δεν έφυγα, όπως, έπρεπε από τον Παναθηναϊκό και το μπάσκετ. Όντως σταμάτησα απότομα. Πήρα μια απόφαση σαν άνδρας, σωστή ή λάθος αυτή ήταν. Και δεν έκατσα να κλαψουρίζω και τέτοια. Αυτή ‘ηταν η απόφαση μου εκείνη την στιγμή. Ο χειρισμός δεν μου άρεσε, όχι από τη διοίκηση, αλλά μέσα στον αγωνιστικό χώρο και σαν άνδρας πήρα μία απόφαση”.
Για τη σχέση του με τον Πολίτη: “Ο καθένας περιμένει έναν σεβασμό. Άμα δεν το καταλάβει ο άλλος… Η ζωή είναι μικρή για να κρατάς κακίες. Ήταν ένας κακός χειρισμός και τελείωσε εκεί, από τη μεριά μου. Είχα κι άλλο μπάσκετ μέσα μου, αλλά σταμάτησα. Έγιναν προσπάθειες από την διοίκηση να με μεταπείσουν να γυρίσω στον Παναθηναϊκό, αλλά όταν το γυαλί ραγίσει…”.
Ο Νίκος Γκάλης αναφέρθηκε και στον αρχηγό του Ολυμπιακού, Βασίλη Σπανούλη, τον οποίο και χαρακτήρισε ηγέτη: “Ο Σπανούλης έχει αποδείξει ότι είναι ηγέτης. Μπορεί να μην είναι ο παίκτης με τις μεγάλες αθλητικές ικανότητες, αλλά ξέρει στις κρίσιμες στιγμές τι να κάνει με την μπάλα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι ψυχρός, έχει αυτοπεποίθηση, δεν φοβάται και παίρνει τις σωστές αποφάσεις με την μπάλα στα χέρια”.
Για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό και την προσπάθειά τους να κατακτήσουν το τρόπαιο της Ευρωλίγκα: “Ο Ολυμπιακός είναι πολύ καλή ομάδα, όπως ξέρουμε τα δυο τελευταία χρόνια. Ο Παναθηναϊκός ενισχύθηκε. Θα είναι και οι δύο στο κόλπο για το κυνήγι του τροπαίου και σίγουρα διεκδικούν μια θέση στο φάιναλ φορ. Το οικονομικό παίζει μεγάλο ρόλο στο επαγγελματικό μπάσκετ, έτσι όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο τα περισσότερα χρήματα πέφτουν σε αυτές τις δύο ομάδες”.
Για την τότε ομάδα (σ.σ 1987) της Γιουγκοσλαβίας και την πορεία της Εθνικής μας στο Ευρωμπάσκετ του 1987 τόνισε: “Θα μπορούσε να φτιάξει μία μικτή Ευρώπης τότε η Γιουγκοσλαβία. Πετύχαμε έναν μίνι στόχο που ήταν να μπούμε στην 8άδα, δεν το είχαμε ξανακάνει αυτό. Από κει και πέρα λέγαμε κάθε παιχνίδι ήταν τελικός και έπρεπε να το κερδίσουμε”.
Για το να υπήρχε τότε κάποιος ηγέτης στα αποδυτήρια στην ομάδα: “Εγώ ήμουν πειραχτήρι, ο καθένας είχε το στιλ του, εγώ ήμουν μία ήρεμη δύναμη. Υπήρχε μία ηρεμία στην ομάδα και λέγαμε πάμε για το επόμενο παιχνίδι 15.000 κόσμος στο γήπεδο, ήταν σαν 6ος παίκτης μας ο κόσμος”.
Για το γεγονός πως τότε η Εθνική ομάδα είχε κερδίσει δύο φορές τη Γιουγκοσλαβία: “Μεγάλο κατόρθωμα να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και μας έμειναν δύο παιχνίδια. Είπαμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό. Να δώσουμε τον καλύτερό εαυτό μας, αυτό κάναμε, τα δώσαμε όλα. Αντίπαλός μας ήταν η θυμωμένη τότε Γιουγκοσλαβία γιατί είχαν χάσει από μας και με την ιστορία που είχαν θεώρησαν πως ήταν τυχαίο. Εκεί κάναμε φοβερό παιχνίδι, Ήταν πιο δύσκολο από τον τελικό. Ήταν μεγάλο κατόρθωμα να τους κερδίσουμε δύο φορές. Τεράστιες σχολές και μεγάλοι αντίπαλοι, Οι Γιουγκοσλάβοι ήταν ένα κλικ καλύτεροι από τους Ρώσους”.
Για τους προσωπικούς αντιπάλους που είχε και την Εθνική: “Όπως ο αντίπαλος που με μάρκαρε, τον έβλεπα καλά. Το μπάσκετ εκτός από ταλέντο είναι και ψυχολογία και εγώ έβλεπα αν ο άλλος μπορεί να με μαρκάρει ή όχι και εγώ είχα το ίδιο ύφος είτε έμπαινε είτε όχι το καλάθι. Δεν σου πάνε όλα καλά σε ένα παιχνίδι, αλλά πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Θα χάσεις κάποια σουτ, αλλά έτσι είναι. Είμαι ευχαριστημένος που δίνω το 100% του εαυτού μου. Θεωρούσαν πως ήμουν ο καλύτερος αθλητής σε αυτό που κάνω, ήμουν σεμνός, αλλά όχι βλάκας, Ήξερα τι έκανα.
Για το πως στεκόταν στον αέρα όταν σηκωνόταν για σουτ: “Ούτε εγώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω όταν σηκωνόμουν στα σουτ, δεν μπορώ να απαντήσω γιατί δεν γνωρίζω τι. Είναι θέμα ισορροπίας πόσο γυμνασμένος είσαι και πως ελέγχεις το σώμα σου, δεν μπορείς να νικήσεις τη φύση, τον νόμο της βαρύτητας.”
Για την ημέρα που η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το πρώτο Ευρωπαϊκό: “Εκείνη την ημέρα είχα φύγει με τα ΜΑΤ για να πάω στο ξενοδοχείο. Μας περιμένανε 10.000 άτομα εκεί. Απίστευτες στιγμές, δεν μπορώ και δεν θέλω να τις ξεχάσω ποτέ. Συγκινούμαι που τα βλέπω ξανά στο βίντεο. Ο κόσμος διψούσε για μία τέτοια διάκριση και αν έβλεπες την αγάπη του κόσμου σε μας, ήταν απίστευτη. Αυτό δεν κερδίζεται με τίποτα άλλο. Εκείνη τη στιγμή πανηγυρίζαμε με όλη την Ελλάδα. Σαν την πρώτη φορά δεν έχει, ο κόσμος το ζούσε αλλιώς. Μπράβο σε όλα τα παιδιά”.
Για το αν έχει μείνει κάτι που δεν έχει ειπωθεί κάτι από το κατόρθωμα του 1987: “Αυτό που βλέπαμε, δεν έχει τι να κρύψεις. Θέλει και λίγη τύχη. Αν έμπαινε το τρίποντο του Γιοβάισα στο τέλος μπορεί να μην τα συζητούσαμε όλα αυτά. Η μόνη υποχρέωση του αθλητή είναι να τα δώσει όλα. ήμουν ψυχρός στον αγώνα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είσαι έτσι και εκτός αγώνα. Οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου με γνωρίζουν. Αν δω τα παιδιά τώρα θα κλάψω”.
Ο Νίκος Γκάλης έφτιαξε ένα φοβερό δίδυμο με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, με τον ίδιο να αναφέρεται σε αυτή τη συνεργασία και να τονίζει: “Όταν είσαι μεγάλος παίκτης μπορείς να συνεργαστείς με τον οποιονδήποτε. Και εγώ και ο Παναγιώτης είχαμε τον δικό μας ρόλο, δεν μπαίναμε στα χωράφια του άλλου και δεν το είχαμε καταλάβει μόνο εγώ και ο Παναγιώτης, αλλά όλη η ομάδα. Λειτουργούσαμε μια χαρά, μόνο έτσι θα ερχόταν το αποτέλεσμα”, ενώ για τις… κομπίνες του πάνω στο παρκέ είπε: “Ούτε καν το λέγαμε πριν ή κατά τη διάρκεια του αγώνα. Δεν το προγραμματίζαμε, με τα μάτια καταλαβαινόμασταν, όταν έχεις μυαλό και εσύ και ο άλλος, με τα μάτια κάνεις τα πάντα”.
Για το γεγονός πως “Αλεξάνδρειο” και το κλειστό του ΟΑΚΑ, έχουν πάρει πλέον το όνομά του, είπε: “Νομίζω δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν αθλητή να ακούγεται το όνομά του μετά το τέλος της καριέρα του. Εύχομαι το όνομά μου να γίνει έμπνευση στα νέα παιδιά να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Δεν είμαι άνθρωπος που περιμένω κάτι ή ζητάω κάτι.
Για το γεγονός πως δεν ασχολήθηκε με την προπονητική: “Δεν σημαίνει επειδή είσαι καλός αθλητής πρέπει να γίνεις και προπονητής. Κάπου ήθελα να βγω από το πολύ φως και να αποσυρθώ. Ζω όμορφες στιγμές με την οικογένειά μου και είμαι ικανοποιημένος όπως είμαι. Δεν είχα βλέψεις για να γίνω προπονητής ή παράγοντας”.
Για τα παιδικά του χρόνια στην Αμερική: “Δεν μπορείς να κερδίσεις όλα τα παιχνίδια. Σημασία έχει πως θα αντιδράσεις όταν θα χάσεις. Όταν πέσεις δηλαδή να ξανασηκωθείς. Έτσι με έμαθε ο πατέρας μου. Ήταν δύσκολες εποχές τότε, έπαιζα πάντα με μεγαλύτερους. έμπαινα στον καυγά δεν άφηνα τους άλλους όταν είχα δίκιο. Ήταν δύσκολα, αλλά δεν τα αλλάζω με τίποτα. Έτσι έμαθα να είμαι αυτός που είμαι. Μεγάλωσα στην Αμερική και ήρθα εδώ 21 χρονών παλικάρι. Μου άρεσε και το Αμερικάνικο ποδόσφαιρο, αλλά διάλεξα το μπάσκετ και εκεί διακρίθηκα”.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε και στον Λάρι Μπερντ με τον οποίος είχαν αγωνιστεί μαζί: “Με τον Λάρι Μπερντ βρεθήκαμε στο Λας Βέγκας σε ένα παιχνίδι. Είχα 7 ασίστ σε ένα ημίχρονο, απλά του έδινα την μπάλα, ήταν εύκολο. Τα καλοκαίρια έπαιζα σε σάμερ λιγκ, ήθελα να βελτιώνομαι συνέχεια. Άμα αφήνεις κάτι σε αφήνει. Αυτό που έχω να πω στα νέα παιδιά είναι να προπονούνται σε αυτό που κάνουν, όσο ταλέντο και να έχουν, έχουν χαθεί πολλά ταλέντα έτσι. Ο αθλητής πρέπει να κάνει θυσίες. Η καριέρα του μπασκετμπολίστα έχει ημερομηνία λήξεως, να καταλάβεις πως αν θες να κάνεις καριέρα θα κάνεις θυσίες.
Όταν πρωτοήλθε στην Ελλάδα από την Αμερική: “Έκανα προπόνηση και δεν ίδρωσα. Πρέπει μόνος σου για να συμπληρώνεις, χρειαζόμουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό για να βελτιωθώ”, ενώ για το γεγονός πως υπήρξαν πολλά σχόλια ότι έπαιζε για τα δικά του στατιστικά, ανέφερε: “Ο κόσμος δεν ήξερε καλά το μπάσκετ. Είπα εκείνη την εποχή θα δείτε μεγάλα πράγματα. Η μπάλα έμπαινε και έβγαινε και ο κόσμος δεν το καταλάβαινε. Δεν στεναχωρήθηκα καθόλου, πίστευα στις δυνάμεις μου. Πρέπει να είχε εγωιστής, μέχρι ενός σημείου ώστε να μην βλάψεις τον άλλον”.