Η “βασίλισσα της τσιγγάνικης μουσικής”, τίτλος που της αποδόθηκε σ’ ένα φεστιβάλ στην Ινδία, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Ήταν από τις πρώτες που τραγούδησε στη γλώσσα των Ρομά και στη μακρά καριέρα της -πάνω από πέντε δεκαετίες- μαχόταν πάντοτε σθεναρά κατά του ρατσισμού και των προκαταλήψεων παντός είδους.
Τραγουδούσε από πολύ μικρή ηλικία και η μητέρα της ήταν εκείνη που διέκρινε την αγάπη και το πάθος της για τη μουσική και την παρότρυνε να συνεχίσει. Έτσι κάπως, σε ηλικία μόλις 14 ετών, κέρδισε το πρώτο της βραβείο σ’ έναν ραδιοφωνικό διαγωνισμό, στα Σκόπια, βάζοντας τα θεμέλια για μια λαμπρή καριέρα που επρόκειτο ν’ ακολουθήσει.
Στη ζωή και τη μουσική συμπορεύτηκε με τον Στέβο Τεοντοσίεφσκι, επίσης μουσικό, και κατόρθωσαν να “βάλουν” τη μουσική των Ρομά στο γιουγκοσλαβικό ραδιόφωνο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1997, η Ρετζέποβα πέρασε σε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση της μουσικής, μέσα από συνεργασίες με νεότερους σε ηλικία μουσικούς. Αποτέλεσμα αυτών των συνεργασιών ήταν και η παρουσία της, το 2013, στη Eurovision, όπου εκπροσώπησε την πατρίδα της, την ΠΓΔΜ.
Πέραν, όμως, της μεγάλης μουσικής της καριέρας, η Ρετζέποβα ήταν γνωστή και ως η “δεύτερη μητέρα Τερέζα”, αφού μαζί με τον σύζυγό της είχαν ανοίξει την “αγκαλιά” τους και περιέθαλψαν 47 παιδιά. Γι’ αυτή τη δράση της, μάλιστα, όπως αναφέρει το BBC επικαλούμενο τους Roma Times, προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ Ειρήνης.
Η Ρετζέποβα ήταν γνωστή και για τον αγώνα που έδινε για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των γυναικών Ρομά, ενώ εξελέγη δύο φορές δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο των Σκοπίων.