Ο δείκτης Μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε το τέλος Σεπτεμβρίου στο 51% επιτυγχάνοντας ακριβώς το στόχο που είχε τεθεί.
Αντιθέτως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώθηκαν στα 79,3 δισ. ευρώ αυξημένα κατά 1,5% σε σχέση με το ποσό – στόχο των 78,1 δισ. ευρώ που είχε τεθεί. Αντίστοιχα ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε σταθερός στο 38% έναντι στόχου 37% που είχε τεθεί για την ίδια περίοδο. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα δημοσιεύει, σε τριμηνιαία βάση, σχετική έκθεση για την εξέλιξη των επιχειρησιακών στόχων και των επιλεγμένων δεικτών απόδοσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, συγκριτικά με τους στόχους που έχουν ήδη τεθεί από τις τράπεζες. Η πρώτη έκθεση, που δημοσιεύεται σήμερα, αναφέρεται σε στοιχεία Σεπτεμβρίου 2016.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της διαχείρισης των κόκκινων δανείων, μία από τις βασικές πρωτοβουλίες σε θέματα πολιτικής είναι η υποχρέωση των τραπεζών να θέσουν επιχειρησιακούς στόχους για τη διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων τους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism – SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έθεσε μια σειρά από επιχειρησιακούς στόχους αποτελεσμάτων και δράσεων για τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα, οι οποίοι συνοδεύονται από βασικούς δείκτες απόδοσης.
Όπως προκύπτει από την Έκθεση ο στόχος που έχει τεθεί για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι η μείωση τους στα 40,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 ή σε ποσοστό 20%. Αντίστοιχα στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ο στόχος που έχει τεθεί για το 2019 είναι η μείωση τους στα 66,7 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό 34%. Η διαφορά μεταξύ των μη εξυπηρετούμενων δανείων και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι ότι στην πρώτη κατηγορία συμεριλαμβάνονται όλα εκείνα τα δάνεια τα οποία δεν εξυπηρετούνται κανονικά για 90 ημέρες. Ενώ στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται για διάστημα ενός έτους, εκτός από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και εκείνα στα οποία έχουν γίνει ρυθμίσεις.