Η κυβέρνηση ελπίζει ότι τα σχέδιά της για σταδιακή αύξηση των κρατικών δαπανών χωρίς την ανάληψη νέου καθαρού χρέους έως το 2020 θα στείλουν ένα μήνυμα «αξιοπιστίας και συνέχειας» μετά την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ, όπως έχουν πει κρατικοί αξιωματούχοι.
Η γερμανική προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με αυτή της Βρετανίας, όπου ο υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Όσμπορν, δήλωσε ότι μετά την ψήφο υπέρ του Brexit εγκαταλείπει το στόχο του για εξάλειψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού της Βρετανίας έως το 2020, ένα βασικό σημείο της δημοσιονομικής του πολιτικής.
Το Βερολίνο έχει τη δυνατότητα αύξησης των δαπανών του χωρίς την ανάληψη νέου καθαρού χρέους χάρη στα ισχυρά φορολογικά έσοδα που είναι αποτέλεσμα της υψηλής απασχόλησης και στο πολύ χαμηλό κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, στο οποίο βοηθά η διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε τις τελικές λεπτομέρειες για τον προϋπολογισμό του 2017 και τα σχέδια χρηματοδότησης έως το 2020. Το Βερολίνο αναμένει να μειώσει το συνολικό δημόσιο χρέος σε κάτω του 60% του ΑΕΠ το 2020 για πρώτη φορά από το 2002.
Η εισροή άνω του 1 εκατ. μεταναστών στη Γερμανία πέρυσι δημιούργησε ερωτήματα για το εάν η κυβέρνηση θα μπορέσει να ενσωματώσει τους νεοεισερχόμενους χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τον πολύτιμο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό της. Η χώρα όμως διατήρησε ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό της, ενώ επιμέρισε 77,5 δισεκ. ευρώ έως το 2020 για τη διαχείριση της μεταναστευτικής ροής και την αντιμετώπιση των αιτίων της μετανάστευσης προς την Ευρώπη.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ