Θεωρούν πως με την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών εξουδετερώνεται ο υφεσιακός χαρακτήρας των μέτρων που έχουν ληφθεί.
Μάλιστα ορισμένες μελέτες που έχουν γίνει υποστηρίζουν ότι το όφελος από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές θα είναι θετικό για το ΑΕΠ κατά 0,4 ή 0,5%. Που σημαίνει ότι θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη κατά το προαναφερόμενο ποσοστό.
Στο υπουργείο Οικονομίας εξετάζοντας τις παραμέτρους της τωρινής συμφωνίας με εκείνη που είχε συνάψει η κυβέρνηση Σαμαρά αναφέρουν αναλυτικά ότι:
“Με τη συμφωνία του καλοκαιριού και τους χειρισμούς στην οικονομία διασφαλίσαμε ότι η περίοδος της διαπραγμάτευσης δεν θα επιβαρύνει την οικονομία.
Η κυβέρνηση Σαμαρά είχε συμφωνήσει για πρωτογενή πλεονάσματα 3% το 2015 και 4,3% το 2016. Δεδομένου ότι αυτά κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του χρέους, που είναι προς το εξωτερικό της οικονομίας, ουσιαστικά αφαιρούνται από το ΑΕΠ. Άρα την περίοδο 2015-2016 θα αφαιρούταν από το ΑΕΠ περί το 7,3%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν το φθινόπωρο του 2014, η ελληνική οικονομία θα «έτρεχε» με 2,9% το 2015 και 3,7% το 2016. Θα υπήρχε, άρα, σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ περί το 6,7%, μικρότερη δηλαδή του ποσού που θα έπρεπε να αφαιρεθεί μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων, κατά περίπου 0,7 μονάδες.
Το καλοκαίρι συμφωνήθηκαν ως νέοι στόχοι, πρωτογενές έλλειμμα 0,25% το 2015 και πλεόνασμα 0,5% το 2016. Συνολικά, δηλαδή, θα υπάρξει οριακή διαρροή για το ΑΕΠ, περί το 0,25%.
Το 2015 το ΑΕΠ συρρικνώθηκε 0,2% ενώ αντίστοιχες (0,3%) είναι οι εκτιμήσεις για φέτος.
Κατά συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα είναι αντίστοιχο εκείνου που θα προέκυπτε αν η οικονομία αναπτυσσόταν με το ρυθμό που προέβλεπε η Κομισιόν στα τέλη του 2014 αλλά ταυτόχρονα ίσχυαν οι αρχικοί στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Διασφαλίσαμε ότι τα μέτρα που προέβλεπε η συμφωνία του καλοκαιριού για την πρώτη αξιολόγηση (3% του ΑΕΠ) θα πλήξουν όσο το δυνατόν λιγότερο τους ασθενέστερους και δεν θα οδηγήσουν την οικονομία σε νέα ύφεση. Κι αυτό επειδή η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες (υπερβαίνουν τα 5,5 δισ. ευρώ) εντός του 2016 θα εξισορροπήσει την αφαίμαξη της οικονομίας από τα μέτρα (η οποία μάλιστα αφορά την επόμενη διετία και όχι το προσεχές εξάμηνο).
Προφανώς τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα συνεπάγονται βραδύτερη αποπληρωμή χρέους, οπότε θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η διαπραγμάτευσης «φούσκωσε» το χρέος. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: Το μεγάλο όφελος της διαπραγμάτευσης αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους, δηλαδή τη σημαντική μείωση του βάρους που αυτό συνεπάγεται. Συμφωνήθηκε ότι μέχρι το τέλος του έτους θα παρουσιαστούν στο ΔΝΤ όλα εκείνα τα τεχνικά εργαλεία που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα. Μία ημέρα νωρίτερα, το ΔΝΤ σε έκθεση του περιέγραφε τους όρους βιωσιμότητας, μεταξύ των οποίων είναι ο περιορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 1,5% του ΑΕΠ.
Η διαφορά σε σχέση με όσα είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Σαμαρά (πλεονάσματα 4,5%) είναι τεράστια, καθώς ετησίως τα πρόσθετα μέτρα θα ήταν ισόποσα με το σύνολο των μέτρων που απαιτήθηκαν για να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά απίθανο, καθιστώντας το μέλλον της οικονομίας αβέβαιο και άρα αποθαρρύνοντας μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Πλέον, μετά τη συμφωνία στο Eurogroup, υπάρχει στο τραπέζι για πρώτη φορά ένα δύσκολο αλλά ρεαλιστικό σενάριο οριστικής λύσης του προβλήματος χρέους.