Ο λόγος δε για τον οποίο η διάρκεια της νέας Εταιρείας είναι μεγαλύτερη από τη διάρκεια του δανείου, είναι διότι ο στόχος της είναι ευρύτερος από τις κοντόφθαλμες ιδιωτικοποιήσεις, όπως γινόταν στην περίπτωση του ΤΑΙΠΕΔ. Ο στόχος της εταιρείας είναι η διαχείριση και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με μακροπρόθεσμη προοπτική, στο πλαίσιο ενιαίας στρατηγικής, με στόχο την ανάπτυξη, αναφέρουν πηγές του ΥΠΟΙΚ.
Όπως επισημαίνουν οι παράγοντες του υπουργείου, «πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όσο πιο σύντομη είναι η διάρκεια ζωής της εταιρείας, και άρα όσο πιο σύντομα είναι αναγκασμένη να αποδώσει μέρος των εσόδων της για την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης δανειακής σύμβασης, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση για επιδίωξη βραχυπρόθεσμων εσόδων (ιδιωτικοποιήσεις για άμεσες αποπληρωμές). Αυτό ακριβώς προσπαθούμε να αποφύγουμε διευρύνοντας τον ορίζοντα λειτουργίας της εταιρείας, ώστε τα έσοδα να προκύψουν από σωστή διαχείριση και όχι ιδιωτικοποιήσεις. Ίσως αυτό είναι που ενοχλεί την αντιπολίτευση – ότι με ρητό τρόπο έχει γίνει σαφές στον νόμο (άρθρο 190, παρ. 2α) ότι «η Γενική Συνέλευση της εταιρείας (ο υπουργός Οικονομικών) […]. Εγκρίνει, […] το στρατηγικό σχέδιο της εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της […] που περιλαμβάνει τους όποιους στόχους αξιοποίησης ή ιδιωτικοποίησης της εταιρείας […]).
Συνεπώς, οποιαδήποτε ιδιωτικοποίηση προτείνεται από τα διοικητικά όργανα της εταιρείας πρέπει να εγκριθεί από τον υπουργό. Αυτό αφορά, φυσικά και τις ΔΕΚΟ που εντάσσονται στο Ταμείο (θυμίζουμε: ΟΑΣΑ, ΟΣΥ, ΣΤΑΣΥ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΟΑΚΑ) σχετικά με τις οποίες έχει παραχθεί αδιανόητη παραπληροφόρηση. Οι ΔΕΚΟ αυτές δεν έχουν ενταχθεί στην εταιρεία για αποκρατικοποίηση».
Οι ίδιοι κύκλοι του υπουργείου, προσθέτουν ότι το σκέλος των εσόδων της εταιρείας που πηγαίνει στην απομείωση του χρέους αφορά μόνο στις υποχρεώσεις τού ν. 4336/2015 (τρίτη δανειακή σύμβαση). Μετά την κάλυψή τους, και συνεπώς για το υπόλοιπο της ζωής της εταιρείας, η λειτουργία του θα αφορά καθαρά αναπτυξιακούς στόχους.
Αναφορικά με το ποια περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου μεταβιβάζονται στο νέο Ταμείο, οι παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών απαντούν ότι στην εταιρεία δεν περνάει όλη η περιουσία του Δημοσίου, αλλά ένα μέρος της – ακίνητα του υπουργείου Οικονομικών για τα οποία, πλέον, η ΕΤΑΔ θα έχει την αρμοδιότητα να κάνει διοικητικές αποβολές. Στο άρθρο 188, ορίζονται οι άμεσες θυγατρικές της εταιρείας και στο παράρτημα «Δ» ορίζονται ποιες ΔΕΚΟ περνούν σε αυτό για διαχείριση. Επισημαίνουν δε, ότι πουθενά στον νόμο δεν προβλέπεται πώληση των ΔΕΚΟ που μπαίνουν στο Ταμείο. Μάλιστα, είναι τεράστια η διαφορά μεταξύ αξιοποίησης και ιδιωτικοποίησης. Σύμφωνα με το υπουργείο, «κατ’ αρχάς μιλάμε για μακροπρόθεσμη διαχείριση. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μόνο ένα από τα πολλά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η εταιρεία, και, επαναλαμβάνουμε, δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς την έγκριση του υπουργού. Το στρατηγικό σχέδιο της εταιρείας εγκρίνεται από τον μοναδικό μέτοχο, δηλαδή το Δημόσιο, και περιλαμβάνει τις γενικές στρατηγικές κατευθύνσεις που παρέχονται από τον υπουργό Οικονομικών».
Σχετικά με το πού θα οδεύουν τα έσοδα του Ταμείου, οι παράγοντες του υπουργείου αναφέρουν ότι «αυτά αφενός συμβάλλουν στην απομείωση του χρέους, αφετέρου δε διοχετεύονται σε επενδύσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της οικονομίας, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε μέχρι σήμερα! Αυτό προβλέπεται ρητά στο άρθρο 200 παρ.2 όπου αναφέρεται ότι: “Ποσά τα οποία, […], χρησιμοποιούνται για επενδυτικούς σκοπούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ακόλουθους τύπους επενδύσεων:
(α) Επενδύσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, και
(β) Επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της”».
Ανώτατο όργανο του Ταμείου, δηλώνουν από το υπουργείο, είναι η Γενική Συνέλευση, δηλαδή ο υπουργός Οικονομικών (άρθρο 190, παρ.2). Η πλειοψηφία στο Εποπτικό Συμβούλιο (3/5) ανήκει στο Δημόσιο και ο πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου δεν έχει επιπλέον αρμοδιότητες από τα υπόλοιπα μέλη. Δεν έχει διπλή ψήφο, και δεν έχει διαφορετικό σκοπό πέρα από την τήρηση του στόχου και της αποστολής της εταιρείας. Εξάλλου, και για τα δύο μέλη των θεσμών απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του υπουργού Οικονομικών με δικαίωμα βέτο (άρθρο 191 παρ. 2.β).
Το Εποπτικό Συμβούλιο – συνεχίζουν οι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών – εποπτεύει τη λειτουργία της εταιρείας. Δεν ασκεί τη διοίκησή της, η οποία ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου επιλέγονται από το Εποπτικό Συμβούλιο μέσα από μια διαφανή διαδικασία. Μάλιστα, παραθέτουν τα σχετικά άρθρα και συγκεκριμένα:
«Ο υπουργός Οικονομικών συμμετέχει στην επιλογή του Διευθύνοντος Συμβούλου σύμφωνα (άρθρο 192 παρ. 1) για να διασφαλίσει ότι το πρόσωπο που επιλέγεται έχει τα χαρακτηριστικά της μακροπρόθεσμης οπτικής για την εταιρεία και τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε αυτή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο, το όργανο που διοικεί το Εταιρεία, υποχρεούται να συζητήσει στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής την ετήσια έκθεση που καταρτίζει (άρθρο 192, παρ. 2ιβ). Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο ελέγχεται από την Γενική Συνέλευση, δηλαδή τον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 190). Το στρατηγικό σχέδιο της Εταιρείας εγκρίνεται από τον υπουργό Οικονομικών (άρθρο 190, παρ. 2α). Ρητή αναφορά στο νόμο ότι οι ΔΕΚΟ θα επιδιώκουν τη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη των επιχειρήσεων (π.χ. καταναλωτές, εργαζόμενους)».
Απαντώντας, τέλος, στο εάν οι επενδύσεις του Ταμείου στα ίδια τα περιουσιακά του στοιχεία από το 50% των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις (το υπόλοιπο 50% θα δίδεται για αποπληρωμή του χρέους) αποτελούν αναπτυξιακή πολιτική, οι παράγοντες του υπουργείου αναφέρουν ότι «οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι μόνο η μία πλευρά των παρεχόμενων δυνατοτήτων. Η άλλη σημαντική πλευρά, η οποία σκοπίμως αποσιωπάται, είναι οι επενδύσεις που έχουν ως στόχο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και αφορούν σημαντικούς τομείς από πλευράς κυβερνητικής πολιτικής, οι οποίοι εγκρίνονται από τον μοναδικό μέτοχο. Αλλά και οι επενδύσεις στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, αποσκοπούν στην αύξηση της αξίας τους, όχι μόνο για να πουληθούν, αλλά και για την αύξηση των εσόδων από τη διαχείρισή τους και γενικότερα κάθε είδους αξιοποίηση».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ