Ένα βιβλίο που άρχισε να γράφεται (στα αγγλικά) μετά τις εκλογές του 2012, όταν πια ο συγγραφέας του Γιώργος Παπακωνσταντίνου δεν ήταν βουλευτής, σταμάτησε όταν ξέσπασε η θύελλα του σκανδάλου με τη λίστα Λαγκάρντ και ήρθε το Ειδικό Δικαστήριο και συνεχίστηκε αργότερα, στα ελληνικά, για να κυκλοφορήσει στις 23 Απριλίου, ανήμερα της ημέρας που έχει μείνει στη… σύγχρονη ελληνική ιστορία ως «ημέρα του Καστελορίζου» εξαιτίας του διαγγέλματος του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου με το οποίο ανακοινώθηκε η ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. και ΔΝΤ.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο υπουργός Οικονομικών του πρώτου Μνημονίου, δεν παραλείπει τα πυρά κατά της κυβέρνησης Καραμανλή όπως αποκαλύπτεται από αποσπάσματα του βιβλίου που δημοσιεύει η εφημερίδα Τα Νέα και μιλά για “εμπρηστές” που είχαν φτάσει να κατηγορούν τους “πυροσβέστες”. Σε ένα από τα πολλά αλληγορικά σχήματα που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι και το εξής: «η μουσική είχε πάψει. Η κυβέρνηση Παπανδρέου βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσει ότι το πάρτι έπρεπε να σχολάσει».
Η μεγαλύτερη βόμβα έρχεται για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει πως κατά τη διάρκεια της Προανακριτικής Επιτροπής για τη λίστα Λαγκάρντ είχε δυο συναντήσεις: μια με τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη και άλλη μια με «ορισμένα υψηλά ιστάμενα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνάντηση μου ζήτησαν ευθέως να τους δώσω στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά του Βενιζέλου».
Από τις σελίδες του Game Over περνούν όλοι οι πρωταγωνιστές των όσων έγιναν εκείνη την περίοδο με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου να επιχειρεί ένα μίνι ψυχογράφημά τους. Ο συνήθως οργίλος Τρισέ, η ειλικρινής Μέρκελ, ο εκρηκτικός Σαρκοζί και ο εγκάρδιος Ομπάμα.
Όσο για τον Γιώργο Παπανδρέου; Στις 430 σελίδες του βιβλίου “Game Over: Η αλήθεια για την κρίση” του πρώην υπουργού Οικονομικών οι αναφορές είναι πάντα θετικές και χαρακτηρίζεται ως ο πρωθυπουργός που πήρε τις δύσκολες αποφάσεις χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Μια φορά μόνο του γίνεται κριτική, κι αυτή ήπια: όταν ο συγγραφέας παρατηρεί πως ο ΓΑΠ «δεν ήταν ακόμη έτοιμος να κάνει την αναγκαία ρήξη με μερικές από τις ιερές αγελάδες του ΠΑΣΟΚ». Υπάρχει επίσης αναφορά σε έναν καυγά που οδήγησε τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου να θέσει την παραίτησή του στη διάθεση του τότε πρωθυπουργού, χωρίς να γίνει αποδεκτή.
Γενικά όμως, αποφεύγει την κριτική τόσο στον Παπανδρέου, όσο και σε συνάδελφούς του υπουργούς ή βουλευτές, πολλοί από τους οποίους πρωτοστάτησαν στην αντιμνημονιακή αντιπολίτευση, βάζοντας τον ίδιο τον τότε υπουργό Οικονομικών στο στόχαστρο. Μάλιστα, όπως αναφέρουν Τα Νέα, ο Παπακωνσταντίνου επιχειρεί στο βιβλίο του να αποκαταστήσει την πληγωμένη τιμή εκείνης της κυβέρνησης, που κατά τον ίδιο ανταποκρίθηκε στην ιστορική πρόκληση και λοιδορήθηκε λυσσαλέα. Δεν λείπουν οι περιγραφές διαφωνιών αλλά οι πρωταγωνιστές προστατεύονται από την ανωνυμία.
Εξαίρεση σε αυτόν τον «κανόνα» ο διάδοχός του στο υπουργείο Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος. Για εκείνον η κριτική είναι ανηλεής.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου γράφει για την Προανακριτική Επιτροπή που προτάθηκε από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία για να αναζητήσει «τυχόν ευθύνες μου, αποκλειστικά και μόνο δικές μου», αποκαλύπτει τα άγνωστα ραντεβού με τους “διώκτες” του και καταγγέλλει πως όλα ήταν προαποφασισμένα, να υποδειχτεί ως ένοχος εκείνος. Όπως λέει, όταν έφτασε η στιγμή για την δική του κατάθεση στην επιτροπή, του δόθηκαν αντίγραφα μιας δικογραφίας 20.000 σελίδων και προθεσμία 7 ημερών για να προετοιμαστεί.
«Ήδη μια μέρα μετά τις αποκαλύψεις, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με είχε διαγράψει από το κόμμα με μια απλή ανακοίνωση – πριν από οποιαδήποτε διερεύνηση της υπόθεσης. Ήταν ή ο δικός του πολιτικός θάνατος ή ο δικός μου. Το κόμμα μου με έριξε στα σκυλιά. Την ίδια στιγμή το μήνυμα που εξέπεμπαν όλα τα κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση και πολλαπλασιάζοντας στα Μέσα ήταν πολύ καθαρό: Να ο ένοχος στο σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ. Ορίστε, αφαίρεσε τα ονόματα των συγγενών του. Ήταν εξαιρετικά βολικό αυτό».
Κατηγορεί μέλη της Προανακριτικής πως ενώ τους είχε ζητηθεί να αποφύγουν δημόσιες τοποθετήσεις, υπήρξαν πάνω από 100 εμφανίσεις μελών της Επιτροπής στα ΜΜΕ, λέει πως αποκαλύφθηκαν οι διάλογοι μέσα από την Επιτροπή από τα πρακτικά, πως υπήρχαν καθημερινά στοχευμένες διαρροές «που όλες παρέπεμπαν στην υποτιθέμενη ενοχή μου».
Καταγγέλλει πως σε πολλούς από τους περίπου 100 μάρτυρες που εξετάστηκαν σε περίοδο σχεδόν έξι μηνών «μέλη της επιτροπής άσκησαν πρακτικές εκφοβισμού, ψυχολογικής βίας και απειλών για να πουν αυτά που ήθελαν ν’ ακούσουν, όχι όσα είχαν συμβεί. (…) Εξέτασαν ολόκληρες μέρες συνεργάτες μου και, όταν οι απαντήσεις δεν βόλευαν, αμφισβήτησαν την ειλικρίνειά τους, φτάνοντας στο σημείο να ρωτούν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Έγινε έλεγχος πολιτικών φρονημάτων από μέλη της Βουλής».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σημείο όπου ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου περιγράφει τις συναντήσεις του με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη. «Τη μακρά περίοδο της λειτουργίας της Προανακριτικής Επιτροπής είχα δυο ενδιαφέρουσες συναντήσεις. Η πρώτη ήταν με τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη, ο οποίος ήθελε να μάθει από εμένα περισσότερα στοιχεία για την υπόθεση. Τον άκουσα να μου λέει πως – παρότι θεωρούσε ότι οι χειρισμοί μου ήταν λαθεμένοι – δεν πίστευε ότι εγώ είχε νοθεύσει τα στοιχεία. Η δεύτερη ήταν με ορισμένα υψηλά ιστάμενα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνάντηση μου ζήτησαν ευθέως να τους δώσω στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά του Βενιζέλου. Τους απάντησα πως δεν έμπαινα σε παρόμοιες λογικές συναλλαγών και πως ό,τι είχα να πω θα το έλεγα στη Βουλή».
Σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου περιγράφει όσα έγιναν πριν φτάσουμε στην 23η Απριλίου του 2010 όταν από το ακριτικό Καστελόριζο ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώσει ότι η Ελλάδα θα δανειστεί από το ΔΝΤ. Το τηλεφώνημα από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Τίμοθι Γκάιτνερ (τότε υπουργός Οικονομιών των ΗΠΑ) και ο διάλογος με τον ΓΑΠ.
«Κατά τη διάρκεια του πρωινού (της 22ας Απριλίου 2010) μου τηλεφώνησε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Γερμανία δίσταζε να συναινέσει στην ενεργοποίηση του μηχανισμού, τόσο δημόσια όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις έλεγαν ότι ήταν ακόμα νωρίς. Εκείνο το πρωινό, όμως, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ήθελε να μου πει ότι αν η Ελλάδα αποφάσιζε να ζητήσει την ενεργοποίηση, η Γερμανία δεν θα έφερνε αντίρρηση. Είχαμε φτάσει στο σημείο της “τελευταίας ευκαιρίας” – το περίφημο ultima ratio».
«(…)Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου άτυπο υπουργικό Συμβούλιο. (…) Η συζήτηση κράτησε ώρες. Η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης προέκυψε ως η μόνη επιλογή. Όλοι συμφωνούσαν, με επιμέρους διαφορετικές προσεγγίσεις, ως προς τον σωστό χρόνο. Οι περισσότεροι ήταν υπέρ της άμεσης ενεργοποίησης, κάποιοι ήθελαν να περιμένουμε μέχρι να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις.
(…) Η καταληκτική ημερομηνία της 18ης Μαΐου, όταν θα έληγε ένα μεγάλο ομόλογο για το οποίο δεν υπήρχαν χρήματα, αναφέρθηκε επανειλημμένα. Όπως χαρακτηριστικά είπε ένας υπουργός, ο μηχανισμός της ΕΕ και του ΔΝΤ αποτελούσε “ασφαλές λιμάνι” για την Ελλάδα. (…) Αλλά υπήρχε προσφάτως αγωνία για τα επιπρόσθετα μέτρα που θα ζητούσαν οι επίσημοι πλέον δανειστές μας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Μαίρη Μακριδάκη, υπεύθυνη του ιδιαίτερου γραφείου του πρωθυπουργού, μπήκε στην αίθουσα και μου πέρασε ένα σημείωμα. Με ζητούσε επειγόντως ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών. Βγήκα από τη σύσκεψη για να του μιλήσω. Ο Γκάιτνερ ήθελε να μου μεταφέρει τη στήριξη των ΗΠΑ. Είχαν μιλήσει με τη Γερμανία κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όλα ήταν έτοιμα, αν αποφασίζαμε να ζητήσουμε την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης,. Μου μετέφερε επίσης ότι το ΔΝΤ θεωρούσε πως έπρεπε να προσφύγουμε άμεσα στον μηχανισμό. Το μήνυμα ήταν απλό και ερχόταν από παντού: “είχε έρθει η ώρα”.
(…) Όταν ολοκληρώθηκε η συνεδρίαση τον ακολούθησα (σ.σ. τον Γιώργο Παπανδρέου) στο γραφείο του. Σταθήκαμε όρθιοι κοντά στην πόρτα. “Πρόεδρε, πρέπει να ενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό αύριο” του είπα. “Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο”. Ήταν της ίδιας άποψης. Σταθήκαμε για λίγο εκεί, σιωπηλοί. Ήταν μια ιστορική στιγμή και το αισθανόμασταν και οι δυο μας. Στη συνέχεια, έμεινε μόνος στο γραφείο του για να κάνει μια σειρά τηλεφωνημάτων στους κυριότερους Ευρωπαίους ηγέτες».