Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι εταίροι το Φθινόπωρο του 2012 υποσχέθηκαν πως όταν η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα, θα ξεκινήσει ο διάλογος για απομείωση του χρέους ή αν προτιμάτε για ρύθμιση που θα περιόριζε το βάρος της εξυπηρέτησης μέσω διαφόρων τεχνικών, όπως η επιμήκυνση και η μείωση των επιτοκίων.
Η Ελλάδα το 2014 πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά η συζήτηση ή αν προτιμάτε οι διαπραγματεύσεις για το χρέος ποτέ δεν ξεκίνησαν, αφού οι εταίροι τορπίλισαν κάθε τέτοια εξέλιξη με διάφορα τεχνάσματα και προφάσεις και προπαντό για να τιμωρήσουν και να γονατίσουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το καλοκαίρι συμφωνήθηκε πάλι μετά την πρώτη αξιολόγηση να ανοίξει ο διάλογος για τη ρύθμιση του χρέους. Και χτες το προανήγγειλε πριν και μετά το Eurogroup ο Γερούν Ντάισελμπλουμ λέγοντας ότι πολύ σύντομα, ενδεχομένως και μέσα στον στον Απρίλιο θα δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα.
Ήρθε, όμως, ο εντιμότατος και συνεπής κύριος Σόιμπλε για να υποστηρίξει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 2020-2030 η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες πιέσεις για ελάφρυνση του χρέους ( σ.σ. λάθος κύριε Σόμπλε αφού το 2022 και το 2023 είναι τεράστιο βουνό τα ποσά που απαιτούνται για το χρέος), και πρόσθεσε ότι “ειλικρινά, δεν έχω επιχείρημα (υπέρ της ελάφρυνσης του χρέους) να παρουσιάσω στον γερμανό νομοθέτη, στη γερμανική κοινή γνώμη απέναντι στην οποία έχω υποχρεώσεις για τον προϋπολογισμό”.
Ειλικρινά κύριε Σόιμπλε που είναι η συνέπεια, η τήρηση των δεσμεύσεων και η συνακόλουθη εμπιστοσύνη που εσείς απαιτείτε από την Ελλάδα; Όταν δίνατε τις υποσχέσεις σας δεν σκεφτήκατε τι θα πείτε στο γερμανό νομοθέτη και στη γερμανική κοινή γνώμη ή ξέρατε εκ των προτέρων ότι θα τις αναιρέσετε;
Αθλιότητες κύριε Σόιμπλε. Αθλιότητες αθλίων μαυρογυαλούρων γερμανικού τύπου.