Επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, με το 80% να μιλούν τη διάλεκτο Μπαμπαρά. Ποσοστό άνω του 30% του συνολικού πληθυσμού ζει στις πόλεις. Οι κάτοικοι είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι σε ποσοστό 90%. Κύρια εθνοτική ομάδα είναι οι Μαντέ (50%). Η χώρα έχει πληθυσμό 17.600.000 κατοίκους, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2015, και πρωτεύουσά του είναι το Μπαμακό. Συνορεύει βορειοανατολικά με την Αλγερία, ανατολικά με τον Νίγηρα, νότια με το Μπουρκίνα Φάσο, Ακτή Ελεφαντοστού και Γουινέα και δυτικά με Σενεγάλη και Μαυριτανία.
Το Μάλι διαιρείται σε 1ο βαθμό σε οκτώ περιφέρειες και έναν δήμο, σε 2ο βαθμό υποδιαιρείται σε 49 cercles και τελικά σε 3ο βαθμό σε 288 διαμερίσματα.
Οι περιφέρειες και ο δήμος της χώρας, που λαμβάνουν το όνομα της κύριας πόλης που περιλαμβάνει έκαστη είναι:
- Γκαό (Gao)
- Καγιές (Kayes)
- Κιντάλ (Kidal)
- Κουλικορό (Koulikoro)
- Μοπτί (Mopti)
- Μπαμακό (Bamako)
- Σεγκού (Ségou)
- Σικασσό (Sikasso)
- Τομπουκτού (Tombouctou/Timbuktu)
Ιστορία
Το Μάλι ήταν κάποτε τμήμα μιας από τις τρεις δυτικοαφρικανικές αυτοκρατορίες που ήλεγχαν το εμπόριο της Σαχάρα σε χρυσό, αλάτι και σκλάβους. Η αρχαιότερη από αυτές ήταν η αυτοκρατορία της Γκάνα, η οποία και επεκτάθηκε από τον 8ο αιώνα μέχρι το 1078, οπότε κατακτήθηκε από τος Αλμοραβίδες. Η δεύτερη αυτοκρατορία του Μάλι σχηματίστηκε στον άνω Νίγηρα και άκμασε μέχρι το 14ο αιώνα. Εκείνη την εποχή άκμασε και το Τιμπουκτού, που ήταν παράλληλα και ισλαμικό κέντρο.
Εσωτερικές τριβές οδήγησαν στη διάλυση της αυτοκρατορίας και στην ανάδειξη μιας νέας δύναμης, των Σογκάι, φυλής που ζούσε στα βορειοδυτικά της σημερινής Νιγηρίας. Οι Σονγκάι ανεξαρτητοποιήθηκαν από τους απογόνους της αυτοκρατορίας Μάλι και επεκτάθηκαν σε όλη την ανατολική περιοχή. Το 1591 εισέβαλε στην περιοχή το Μαρόκο και η διάλυση της αυτοκρατορίας Σονγκάι σήμανε το τέλος της περιοχής ως διαμετακομιστικού κέντρου. Βασικός λόγος ήταν και το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι είχαν εδραιώσει πλέον θαλάσσιες οδούς μεταφοράς εμπορευμάτων οι οποίες καθιστούσαν ασήμαντη την δια ξηράς μεταφορά, μέσω της Σαχάρα. Κατά τον 18ο αιώνα οι κάτοικοι της περιοχής βίωσαν μεγάλη έλλειψη τροφίμων και πολλοί έφτασαν στο σημείο να πουλούν τον εαυτό τους σε σκλαβοπάζαρα ίσα για να έχουν κάτι να φάνε.
Ειδικά στο διάστημα 1738-1756 η ξηρασία και οι ακρίδες έγιναν αιτία να πεθάνει από πείνα περίπου ο μισός πληθυσμός του Τιμπουκτού. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή κατακτήθηκε από γαλλικά στρατεύματα που ονόμασαν και όλη την περιοχή, του Μάλι συμπεριλαμβανομένου, Γαλλικό Σουδάν. Το 1959 το Γαλλικό Σουδάν μετονομάστηκε σε Δημοκρατία του Σουδάν και η Σενεγάλη ενώθηκε με αυτό για να σχηματίσουν μαζί την Ομοσπονδία του Μάλι.
Η Ομοσπονδία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960. Η Δημοκρατία του Σουδάν έγινε η ανεξάρτητη Δημοκρατία του Μάλι στις 22 Σεπτεμβρίου του 1960 και ως πρώτος πρόεδρος εξελέγη ο Μοντίμπο Κεϊτά. Αυτός εφάρμοσε μονοκομματική πολιτική με σοσιαλιστικό προσανατολισμό και προχώρησε σε εθνικοποιήσεις.
Νεότερη ιστορία
Στις προεδρικές εκλογές του 2007 Πρόεδρος εξελέγη ο ανεξάρτητος Αμαντού Τουμανί Τουρέ με ποσοστό 71,2% των ψήφων. Τον Ιούλιο του 2008, οι αντάρτες Τουαρέγκ συμφώνησαν σε εκεχειρία με την κυβέρνηση, έπειτα από διαμεσολάβηση της Αλγερίας.
Τις 22 Μαρτίου 2012 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στο Μάλι. Οι στασιαστές διαμαρτύρονταν για τον τρόπο που χειρίζεται η κυβέρνηση του Μάλι μια εξέγερση των Τουαρέγκ στο βορρά, και επιτέθηκαν στη διάρκεια της νύκτας 20 προς 21 Μαρτίου εναντίον του προεδρικού μεγάρου και του κτιρίου της κρατικής τηλεόρασης. Έπειτα από πολύωρες μάχες με την προεδρική φρουρά συνέλαβαν υπουργούς, μεταξύ των οποίων τον υπουργό Εξωτερικών Σουμεϊλού Μπουμπέγε Μάιγκα.[5] Την εξουσία ανέλαβε ο αρχηγός τους, λοχαγός Αμαντού Σανόγκο, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας και του Κράτους (CNRDRE). Λίγες ώρες μετά την ανάληψη της εξουσίας, οι στασιαστές έκλεισαν τα σύνορα της χώρας.
Το πραξικόπημα βύθισε τη χώρα στο χάος. Οι αντάρτες Τουαρέγκ και ισλαμιστές κατέλαβαν τρεις πόλεις στο Βόρειο Μάλι, τις Κιντάλ, Γκάο και Τομπουκτού και τις 6 Απριλίου 2012, το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα του Αζαγουάντ, που αποτελείται από Ισλαμιστές της Άνσαρ Ντιν, μέλη της Αλ Κάιντα και Τουαρέγκ, κήρυξε την ανεξαρτησία του Αζαγουάντ, μίας περιοχής που περιλαμβάνει τις τρεις περιφέρειες του βορείου Μάλι. Η κίνηση αυτή δε βρήκε την αντίσταση του στρατού, καθώς αυτός είναι αποδιοργανωμένος και χωρίς εξοπλισμό. Έτσι, η χώρα κινδυνεύει να κοπεί στα δύο. Σύμφωνα με την διεθνή Αμνηστία, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης. Η Γαλλία, μέσω του υπουργού άμυνας Ζεράρ Λονγκέ απέρριψε την κήρυξη ανεξαρτησίας του Βόρειου Μάλι.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα, ο επικεφαλής του πραξικοπήματος υπέγραψε συμφωνία με την ECOWAS στο Μπαμακό τις 6 Απριλίου 2012. Η συμφωνία προέβλεπε άρση του εμπάργκο της ECOWAS στο Μάλι και αμνηστία στους στασιαστές του, σε αντάλλαγμα να παραδώσουν την εξουσία. Το εμπάργκο προέβλεπε το κλείσιμο των συνόρων των χωρών τις ECOWAS στο Μάλι, με μόνη εξαίρεση την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στο Μάλι. Ο Τουρέ παραιτήθηκε από Πρόεδρος στις 8 Απριλίου και στις 19 Απριλίου 2012 έφυγε από τη χώρα και αυτοεξορίστηκε στη γειτονική Σενεγάλη.
Στις 20 Αυγούστου 2012 σχηματίστηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία εγκρίθηκε από τον προσωρινό πρόεδρο Ντιονκούντα Τραορέ. Πρωθυπουργός παρέμεινε ο Σεΐκ Μοντιμπό Ντιαρά. Ο τελευταίος απώλεσε γρήγορα την υποστήριξη του Ισλαμικού Συμβουλίου και συνελήφθη από το στρατό στις 10 Δεκεμβρίου. Ο Ντιαρά οδηγήθηκε σε στρατιωτική βάση του Κατί. Λίγο μετά τη σύλληψή του, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την παραίτησή του, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση. Τον Σεπτέμβριο του 2013, έπειτα από μεταβατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ντιονκουντά Τραορέ, ορκίστηκε πρόεδρος ο νικητής των προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς και πρώην πρωθυπουργός, Ιμπραΐμ Μπουμπακάρ Κεϊτά.
Πηγή: Wikipedia