Παρασκευή, 16 Αυγ.
37oC Αθήνα

Απερρίφθη η ένσταση αντισυνταγματικότητας Βενιζέλου για τις τηλεοπτικές άδειες

Απερρίφθη η ένσταση αντισυνταγματικότητας Βενιζέλου για τις τηλεοπτικές άδειες

Με μια διπλή νομική και πολιτική πραγματεία ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος ανέπτυξε λόγους αντισυνταγματικότητας στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Η οποία, όμως, απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Η αντισυνταγματικότητα στην ψηφοφορία που έγινε μετά τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων των κομμάτων, υποστηρίχθηκε, εκτός από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, μόνο από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ.
Αντιθέτως, απορρίφθηκε από τις κοινοβουλευτικές ομάδες ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ , την Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ (με τον Θανάση Παφίλη να λέει “εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτή την συζήτηση”), το Ποτάμι (με τον Σπύρο Δανέλη να δηλώνει πως δεν βλέπει πρόδηλο αντισυνταγματικό κόλλημα) και την Ένωση Κεντρώων (καθώς ο Γιώργος Καρράς είπε ότι δεν θα υποστηρίξει την αντισυνταγματικότητα για να προχωρήσει το νομοσχέδιο και στη νομοθετική πορεία του νομοσχεδίου μπορούν να διορθωθούν ορισμένα του σημεία που χρήζουν βελτιώσεων).

Από την πλευρά της κυβέρνησης, την αντίκρουση των συνταγματικών αιτιάσεων του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου έκανε ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος που τις απέδωσε «σε πολιτική ένδεια κάποιων να τοποθετηθούν σε μια ρύθμιση που μετά από δεκαετίες βάζει τέλος στην αδιαφάνεια και την διαπλοκή που έχει κυριαρχήσει στο τηλεοπτικό τοπίο». Ο υπουργός Εργασίας αντέκρουσε και με νομικά, εκτός των πολιτικών αναφορών, στις αιτιάσεις του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

Στη νομικο-πολιτική «πραγματεία» του, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος υποστήριξε:

«Το άρθρο 14 παράγραφος 9 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας, που είχα την τιμή να το εισηγηθώ το 2001 και να ψηφιστεί με συντριπτική πλειοψηφία στην τότε Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, επιβάλλει πολύ συγκεκριμένους κανόνες και πολύ σαφείς θεσμικές εγγυήσεις για τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
Ο θεμελιώδης κανόνας είναι η διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας και αυτό εξειδικεύεται στην υποχρέωση να είναι γνωστά τα μέσα χρηματοδότησης, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η οικονομική κατάσταση των μέσων ενημέρωσης, στην απαγόρευση συγκέντρωσης και πιο συγκεκριμένα στην απαγόρευση συγκέντρωσης περισσότερων από ένα ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και βέβαια στην επιβολή ασυμβίβαστων δραστηριοτήτων μεταξύ της ιδιοκτησίας και της διεύθυνσης ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και άλλων δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Θα περίμενε κανείς, μετά από όσα είχε προαναγγείλει κατά επανάληψη ο κ. Τσίπρας και η Κυβέρνησή του, να εισαχθεί τελικά στη Βουλή ένα δρακόντειο νομοσχέδιο, το οποίο εφαρμόζει το Σύνταγμα με άτεγκτο και αποτελεσματικό τρόπο, αναβαθμίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας και πολυφωνίας, θεσπίζει αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου της οικονομικής κατάστασης και του τρόπου απόκτησης των οικονομικών μέσων των σταθμών, διασφαλίζει στην πράξη την απαγόρευση συγκέντρωσης και βέβαια τη διαφάνεια στις άλλες οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, ώστε να χτυπηθεί στον πυρήνα της η διαπλοκή.

Ενώ, λοιπόν, αναμένουμε «να γεννήσει το όρος» ένα νομοσχέδιο, το οποίο θα κάνει πάταγο, τελικά παρουσιάζεται ένα νομοσχέδιο που λειτουργεί ως όχημα διευκόλυνσης της αδιαφάνειας και της διαπλοκής.
Θυμίζω ιστορικά ότι το καθεστώς των μέσων ενημέρωσης διαμορφώθηκε στην Ελλάδα το 1989 με πολύ ενεργό, σχεδόν καταλυτικό, ρόλο των Υπουργών που μετείχαν εκ μέρους της τότε Αριστεράς, στην Κυβέρνηση Τζανετάκη και έκτοτε το καθεστώς αυτό έχει επιβληθεί –υπάρχουν πολλά προβλήματα σε σχέση με την εφαρμογή της νομιμότητας-, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ξέρει ποιος επιχειρηματίας, ποια επιχειρηματική οντότητα ελέγχει ποιον τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα και ιδίως τους κεντρικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Όλοι ξέρουμε ποιος είναι ποιος. Είναι γνωστό ποιος μπορεί να ασκήσει επιρροή. Ξέρουμε ποιος είναι αυτός που συναλλάσσεται με το Δημόσιο.

Επίσης, πρέπει να σας πω ότι η ερμηνεία που τελικά έδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταξύ 2008 και 2011 στο άρθρο 14, παράγραφος 9 σε σχέση με τις ασυμβίβαστες ιδιότητες, είναι αυτή που έλεγα στη Βουλή από το 2001, αυτή η οποία επιτρέπει την εναρμόνιση εθνικού Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου.

Το νομοσχέδιο είναι ψευδεπίγραφο και ενώ εκπέμπει την ιαχή «μπροστά, να φάμε την αδιαφάνεια και τη διαπλοκή», διαμορφώνει τις νομοθετικές προϋποθέσεις για να δημιουργηθούν τα λεγόμενα «νέα τζάκια» στο χώρο της ενημέρωσης, δηλαδή για να εγκατασταθούν άγνωστα και ανεξέλεγκτα επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία μπορεί να συναλλάσσονται με την Κυβέρνηση ή με οποιοδήποτε άλλο, αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου.

Πιο συγκεκριμένα, είναι κραυγαλέα αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 4 του νομοσχεδίου, προσκρούει στο άρθρο 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος, γιατί μέσω της δήθεν ονομαστικοποίησης των μετοχών, εισάγονται τόσες εξαιρέσεις, που τελικά οποιαδήποτε μη ελληνική εταιρεία, οποιασδήποτε μορφής μπορεί να έχει τον έλεγχο ενός τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας με ενημερωτικό και πολιτικό περιεχόμενο και να μην ξέρουμε ποιος είναι ποιος.
Υπάρχει το εξής παράδοξο: Ενώ για την απαγόρευση συγκέντρωσης και για τα θέματα του λεγόμενου βασικού μετόχου το νομοσχέδιο παραπέμπει στη ισχύουσα νομοθεσία, αλλάζει τις διατυπώσεις της νομοθεσίας για την ονομαστικοποίηση. Άρα, ενώ δήθεν οι μετοχές θα είναι ονομαστικές, μπορούν να λειτουργούν επιχειρηματικές οντότητες που δεν ξέρουμε ποιος είναι ποιος. Αν δεν ξέρουμε ποιος είναι ποιος, δεν μπορείς να ελέγξεις ούτε τη συγκέντρωση, ούτε τα ασυμβίβαστα, ούτε όλες τις άλλες θεσμικές επιταγές του Συντάγματος.

Γιατί δεν παραπέμπει στην ισχύουσα νομοθεσία και για την ονομαστικοποίηση, αλλά αλλάζει αυτό το κρίσιμο σημείο που καταλύει όλες τις άλλες εγγυήσεις; Και να πω το εξής: Στην εποχή μας μπορούμε να μιλάμε, εν έτει 2015, για τον κανόνα της ονομαστικοποίησης όταν διεθνώς αυτός δεν προσφέρει τίποτα; Πρέπει να εισαχθεί στο νομοσχέδιο ρήτρα ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης χρησιμοποιεί διεθνείς έμπειρες ελεγκτικές εταιρείες, οι οποίες συντάσσουν για κάθε υποψήφιο έκθεση για το ποιος πραγματικά είναι αυτός που έχει τον επιχειρηματικό έλεγχο και για το ποια είναι τα οικονομικά μέσα. Υπάρχουν έμπειρες εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες μπορούν να παρουσιάσουν την πραγματική εικόνα ανεξαρτήτως νομικής μορφής, εισαγωγής στο Χρηματιστήριο, ονομαστικοποίησης, χωρίς να υπάρχει κανένας φραγμός.

Το θέμα είναι πραγματικό. Ποιος είναι αυτός που ελέγχει; Ακούμε διάφορα για εξωχώριες εταιρείες, για συμφέροντα που συνδέονται με άλλες χώρες. Λοιπόν, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Δεύτερη αντισυνταγματικότητα. Το άρθρο 2 προβλέπει περιορισμένο αριθμό αδειών που προκύπτουν από τον χάρτη συχνοτήτων και των αριθμό αδειών τον καθορίζει με απόφασή του ο Υπουργός. Αυτό καταρχάς προσκρούει στους συνταγματικούς κανόνες περί νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43 παράγραφος 2. Όταν παρέχεται εξουσιοδότηση για ένα τόσο σημαντικό θέμα που δεν είναι ειδικότερο τεχνικό ή λεπτομερειακό, απαιτείται κανονιστικό Προεδρικό Διάταγμα ώστε να μεσολαβεί η γνωμοδότηση και ο έλεγχος νομιμότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτό είναι κραυγαλέο. Όμως και επί της ουσίας ο χάρτης συχνοτήτων και ο αριθμός αδειών πρέπει να συνδέεται με την ψηφιακή πραγματικότητα και όχι με την αναλογική της δεκαετίας του 1990 ή του 1980. Δεν υπάρχει τώρα σπάνις συχνοτήτων. Πρέπει ο χάρτης συχνοτήτων και άρα η σχετική ρύθμιση με διάταγμα να προσφέρει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αδειών. Αλλιώς, παραβιάζεται ο κανόνας της πολυφωνίας, το άρθρο 14 του Συντάγματος, το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Γιατί μας φοβίζουν οι πολλές άδειες; Η αγορά θα κρίνει πόσες θα επιβιώσουν. Αλλά δεν μπορείς να περιορίζεις εξ αρχής. Και η επιβίωση μπορεί να μην είναι αμιγώς επιχειρηματική γιατί μπορεί να θέλουν να εκφραστούν κοινωνικές οντότητες κοινωφελούς και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Τρίτη μεγάλη αντισυνταγματικότητα: Περιορίζονται κατ’ ουσίαν οι αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Όμως, το άρθρο 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος αναθέτει ρητά και απευθείας στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης την εποπτεία επί των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και όχι στον Υπουργό, πέραν του ότι η νομοθεσία διασπά τον έλεγχο πλέον μεταξύ του Εθνικό Συμβούλιου Ραδιοτηλεόρασης, της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις συγκεντρώσεις και της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η οποία δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη αλλά είναι κοινοτικά κατοχυρωμένη και με το άρθρο 18 του Συντάγματος ευτελίζεται. Τα μέλη της τελούν υπό την απειλή του αρμόδιου Υπουργού Υποδομών μέσω της αλλαγής του πειθαρχικού καθεστώτος. Άρα, έχουμε και πρόβλημα κατοχύρωσης του Εθνικού Συμβούλιου Ραδιοτηλεόρασης που πρέπει επιτέλους να συγκροτηθεί νομίμως, αλλά και συστηματικής ενοποίησης της εποπτείας.

Τέταρτο ζήτημα αντισυνταγματικότητας. Ο καθορισμός του τιμήματος με δημοπρασία ανά άδεια. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό παραβιάζει και τον κανόνα για τον έλεγχο των οικονομικών μέσων και την πολυφωνία. Γιατί δημοπρασία ανά άδεια και όχι συνολικά; Ο συνολικός αριθμός των αδειών δεν καθορίζει το τίμημα; Είναι το ίδιο να έχεις μία άδεια και το ίδιο να έχεις δέκα άδειες; Και επιπλέον όταν το τίμημα υπερβαίνει την οικονομική λογική, τις αντοχές της αγοράς, το μέγεθος της διαφήμισης, για ποιον λόγο ένας επιχειρηματίας να δίνει τίμημα μεγαλύτερο από την προσδοκία κέρδους που έχει; Για κάποιον λόγο πολιτικό, για κάποιον λόγο που εξυπηρετεί συμφέροντα αδιαφανή, διότι διαφάνεια σημαίνει να αντέχεις και οικονομικά, μέσα από τη λειτουργία της αγοράς. Αλλιώς, τι θέλεις να κάνεις; Γιατί δαπανάς και επενδύεις χρήματα; Αυτό, λοιπόν, είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα που ανάγεται άρθρο 14 παράγραφος 9.

Πέμπτο ζήτημα αντισυνταγματικότητας: Οι υφιστάμενες επιχειρήσεις έχουν προκύψει όπως έχουν προκύψει. Είναι γνωστές. Είναι έξι εθνικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, έχουν προσωπικό, έχουν φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις που πρέπει να καλύψουν στο Δημόσιο και το Δημόσιο έχει εύλογο συμφέρον να εισπράξει. Υπάρχουν τραπεζικά και άλλα δάνεια που εκκρεμούν.

Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει μεταβατική ρύθμιση, δεν υπάρχει διαχρονικό δίκαιο, δεν υπάρχει πρόβλεψη τι γίνεται με τις υφιστάμενες επιχειρήσεις, όχι από πλευράς επιχειρηματικών συμφερόντων αλλά από πλευράς εργαζομένων, από πλευράς ασφαλιστικών ταμείων, από πλευράς φορολογικών αξιώσεων του δημοσίου και από πλευράς τραπεζών που ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου και θα ανήκουν ακόμη περισσότερο μετά την ανακεφαλαιοποίηση.
Αυτό παραβιάζει και το κράτος δικαίου και την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται συνταγματικά ως θεμελιώδεις αρχές του συστήματος της έννομης τάξης της ελληνικής… και ένας μηχανισμός συνεχούς εκβιασμού και πίεσης, διότι ώσπου να αρθούν τα συμφέροντα που ετοιμάζονται και οργανώνονται και τα ξέρει η Κυβέρνηση αλλά τα αγνοεί η Βουλή και η κοινή γνώμη, τα νέα τζάκια, απειλούνται οι υπάρχουσες επιχειρήσεις και αυτό μπορεί να κρατήσει πάρα πάρα πολύ καιρό…»
 

Πολιτική Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε