Το «κλειδί» της ασφαλούς πρόβλεψης από την αφετηρία κιόλας της προεκλογικής εκστρατείας, που θα απαλλάξει τα επικοινωνιακά επιτελεία από την αναγκαστική προσαρμογή της καμπάνιας «μέρα παρά μέρα», αναζητούν τα κόμματα της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης.
Είναι πασιφανές ότι τα κομματικά στρατηγεία απεύχονται και απεχθάνονται όπως ο διάβολος το λιβάνι το ενδεχόμενο παραπλάνησης από λάθος υπολογισμούς, ειδικά στην πρεμιέρα της προεκλογικής καμπάνιας. Κι αυτό γιατί ένα λάθος ενίοτε φέρνει ένα ακόμη όταν η ένταση και οι απαιτήσεις της προεκλογικής μάχης δεν αφήνουν περιθώρια για δεύτερες σκέψεις.
Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αναλυτές, διαβάζοντας προσεκτικά τις δημοσκοπήσεις των πρώτων ημερών της προεκλογικής εκστρατείας, εκτιμούν ότι αυτήν τη φορά κανένα κόμμα δεν ξεκινά πατώντας με απόλυτη σιγουριά στη γραμμή της εκκίνησης.
Η αναζήτηση συμμαχιών για την επόμενη μέρα, όσο κι αν σ’ αυτήν τη φάση φαίνεται πρόωρη, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κρυφού σχεδιασμού των «στρατηγείων». Κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν για τους γνωρίζοντες η κίνηση του απερχόμενου πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, να στείλει με το «καλημέρα» της προεκλογικής περιόδου μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν προτίθεται να είναι ο ίδιος πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση συνεργασίας και ότι στοχεύει και πιστεύει -κατά δήλωσή του- παρά τα γκάλοπ σε ένα αυτοδύναμο αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο άγνωστος «Χ». Η εικόνα ενός ενδεχόμενου ντέρμπι που εμφανίζει η πρώτη φουρνιά των δημοσκοπήσεων ισχυροποιεί αντιθέτως τη θέση της Νέας Δημοκρατίας στο παζλ και δίνει τη δυνατότητα στον Β. Μεϊμαράκη να ποντάρει στην πρωτιά και στην «αριστερή παρένθεση». Η μη αυτοδυναμία πάντως αυξάνει τα σενάρια για τις πιθανές συμμαχίες και προεξοφλεί για ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, όπως και για τα άλλα κόμματα, όπως το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και τους Ανεξάρτητους Ελληνες, τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη.
Θα συμμαχήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ξανά με τους ΑΝΕΛ (εάν και εφόσον κατορθώσουν να επανεκλεγούν) και αρκεί αυτό για τον σχηματισμό κυβέρνησης; Θα συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι με τον ίδιο πρωθυπουργό και κατά πόσο θα αντέξουν τα δύο μικρότερα κόμματα σε συνθήκες μεγάλης πόλωσης; Και αν αποκτήσει προβάδισμα η ΝΔ, θα επιδιώξει συνεργασία με τα μικρότερα κόμματα ή θα έρθει όσο ποτέ κοντά το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού με τον άγνωστο «Χ» στη θέση του πρωθυπουργού;
Η πρωτιά Τσίπρα με σημαντική διαφορά (τριών και πλέον μονάδων) από τη Νέα Δημοκρατία αλλά με περίπου 130-140 έδρες δεν παραπέμπει «νομοτελειακά» στην αναζήτηση συμμαχιών για τη συγκρότηση κυβέρνησης με τον ίδιο πρωθυπουργό. Ωστόσο, το μπόνους των 50 εδρών εξασφαλίζει εκ των πραγμάτων για το πρώτο κόμμα τη δυνατότητα να πάρει την πρωτοβουλία και να αρχίσει να μοιράζει την «τράπουλα».
Οι γνωρίζοντες λένε ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα επιχειρήσει κατ’ αρχήν να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού για τη συγκρότηση κυβέρνησης με προοδευτικό πρόσημο (και ίσως με τον ίδιο πρωθυπουργό). Βασική προϋπόθεση όμως για να ξετυλίξει αυτό το σενάριο είναι το ένα ή και τα δύο κόμματα να μην πέσουν κάτω από τη δύναμη και τον αριθμό βουλευτικών εδρών που ήδη έχουν (σ.σ. το Ποτάμι έχει 17 και το ΠΑΣΟΚ 13 έδρες). Και αυτό γιατί η επόμενη μέρα φέρνει εκ νέου δύσκολες ψηφοφορίες των εφαρμοστικών νόμων στη Βουλή – και «προληπτικά» η νέα κυβέρνηση θα επιδιώξει ισχυρή πλειοψηφία ως ανάχωμα σε τυχόν διαρροές.
Μπορεί στην Κουμουνδούρου να κόβουν κάθε κουβέντα για μετεκλογική σύμπραξη και με τη Νέα Δημοκρατία, αλλά η εκδοχή ενός προβαδίσματος της τάξης των 130-140 εδρών δεν αποκλείει την προοπτική μιας κυβέρνησης ευρείας αποδοχής -δηλαδή των ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, Ποταμιού και ΠΑΣΟΚ. Αυτό το σενάριο φέρνει και πρωθυπουργό κοινής αποδοχής, με τον Αλέξη Τσίπρα να προτείνει πρώτος τον εν δυνάμει πρωθυπουργό (πρόσωπο μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με δυνατότητα συνεννόησης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις).
Η προσεκτική «ανάγνωση» της δυναμικής ενός τέτοιου σεναρίου δεν οδηγεί απαραίτητα στην ισχυρή στήριξη εφαρμογής του προγράμματος, καθώς η εικόνα Βαβέλ είναι σύνηθες φαινόμενο στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό στα κρίσιμα τεστ. Επιπλέον, η συγκρότηση κυβέρνησης ευρείας αποδοχής προϋποθέτει και τη διατήρηση ισορροπιών στο εσωτερικό των κομμάτων -τη στιγμή που άπαντες διεκδικούν την προώθηση των πλέον ικανών στελεχών για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους. Βασική παράμετρος είναι και οι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί που θα συμμετέχουν στην κυβέρνηση.
Το πλέον δύσκολο εκλογικό αποτέλεσμα για τα δύο μεγάλα κόμματα αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί προβάδισμα είναι η αδυναμία συνεννόησης με τη Νέα Δημοκρατία και ταυτόχρονα η συγκρότηση ισχνής πλειοψηφίας είτε με το ΠΑΣΟΚ, είτε με το Ποτάμι, είτε και με τα δύο. Η πλειοψηφία των 151 βουλευτών στην παρούσα φάση είναι η πλέον ευάλωτη και εκτεθειμένη στα μποφόρ του τρίτου μνημονίου λύση.
Είναι αυτονόητο ότι τότε οι διερευνητικές εντολές θα καταλήξουν ένα άγραφο χαρτί, θα επανέλθει κλίμα πολιτικής αστάθειας και ο κίνδυνος επιστροφής της οικονομικής κατάρρευσης. Αναμφίβολα, η μη συνεργασία θα οδηγήσει σε διπλές εκλογές και σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τη χώρα καθώς οι εταίροι έχουν προειδοποιήσει ότι η εφαρμογή του μνημονίου είναι υποχρέωση και της υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Στην Κουμουνδούρου, πάντως, επιμένουν ότι αυτό το σενάριο αποκλείεται και ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται να βάλει τη χώρα σε περιπέτειες – κάτι βέβαια που υποστηρίζουν οι αρχηγοί και των άλλων κομμάτων.
Πρόκειται για το σενάριο που αποκλείουν προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις, για κάποιον λόγο όμως το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα δεν το θεωρεί ανέφικτο. Η ισχυρή εντολή, δηλαδή η αυτοδυναμία με τουλάχιστον 151 έδρες, είναι για τον Αλέξη Τσίπρα το «διαβατήριο» για τη συγκρότηση κυβέρνησης με τον ίδιο πρωθυπουργό και το κόμμα του βασικό πυλώνα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Κορυφαίο στέλεχος υπενθυμίζει ότι στην πρόσφατη συνέντευξή του στον Alpha ο απερχόμενος πρωθυπουργός δήλωσε ότι η αυτοδυναμία με την εξασφάλιση των 151 θα ανοίξει τον δρόμο για την αναζήτηση συμμαχιών. Και όταν ρωτήθηκε με ποιο κόμμα, έσπευσε να επισημάνει την καλή συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, που όμως σε όλα τα γκάλοπ δεν πιάνουν το 3% για την είσοδό τους στη Βουλή.
Σε αυτή την περίπτωση ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει τη συμμαχία (με τον ίδιο πρωθυπουργό φυσικά) με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ.
Εμπειρος πολιτικός αναλυτής επισημαίνει ότι θα είναι τεράστιο λάθος για τους δύο αντιπάλους, τον Αλ. Τσίπρα και τον Β. Μεϊμαράκη, να υποτιμήσει ο ένας τη δυναμική του άλλου και τους αστάθμητους παράγοντες της εκάστοτε προεκλογικής περιόδου.
Ταυτόχρονα, εξηγεί ότι το προφανές ντέρμπι μπορεί τελικά να αναδείξει νικητή της κούρσας τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας με μικρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι ο πρόεδρος του κόμματος, Β. Μεϊμαράκης, θα εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να δοκιμάσει ξανά τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ αλλά και με το Ποτάμι και να επαναλάβει το τεστ μιας τρικομματικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό -το πιο πιθανό- ευρείας αποδοχής. Κάποια γαλάζια στελέχη κάθε άλλο παρά αποκλείουν βέβαια ο αρχηγός του κόμματός τους να είναι αυτός που θα εγκατασταθεί στο Μαξίμου. Το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας θα απλώσει γέφυρα διαλόγου και προς τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να εξεταστούν τα περιθώρια διαμόρφωσης ευρύτατου κυβερνητικού σχήματος.
Το πλέον «μισητό» σενάριο, ειδικά στην αφετηρία της προεκλογικής εκστρατείας για τα δύο μεγάλα κόμματα, είναι αυτό του «γάμου» τους, δηλαδή του μεγάλου συνασπισμού. Θεωρείται επικίνδυνη η κάθε σχετική συζήτηση γιατί αυτομάτως αποσυσπειρώνει και προκαλεί αναταράξεις στην κομματική πυραμίδα, την ώρα που τα επιτελεία διεκδικούν ταχύτατη αύξηση του ποσοστού συσπείρωσης των δυνάμεών τους.
Και όμως, εντός και εκτός τειχών έχει αρχίσει και συζητείται έντονα και αυτή η εκλογική εκδοχή, που αυτομάτως παραπέμπει στη συμφωνία για την αναζήτηση μιας ισχυρής προσωπικότητας για το αξίωμα του πρωθυπουργού σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού. Αυτό το σενάριο μπορεί να προκύψει είτε κερδίσει το προβάδισμα ο ΣΥΡΙΖΑ είτε η Νέα Δημοκρατία. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην προοπτική να προτείνει στέλεχος από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον Γιάννη Δραγασάκη, ο οποίος πάντως έσπευσε να αποκλείσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.
Κλειδί για την επίτευξη αυτοδυναμίας αποτελεί το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Οσο περισσότερα κόμματα αποτύχουν να συγκεντρώσουν το… πολυπόθητο 3%, τόσο ευκολότερα μπορεί να διασφαλιστεί ο μαγικός αριθμός των 151 βουλευτών από το πρώτο κόμμα.
Επομένως σε μία Βουλή που θα εκπροσωπούνται πάνω από 7 κόμματα, ο στόχος της αυτοδυναμίας καθίσταται πιο δύσκολος για όποιον κόψει πρώτος το… εκλογικό νήμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η εκλογική βραδιά μπορεί να τραβήξει σε βάθος, έως ότου ξεκαθαρίσει το ποσοστό των μικρότερων κομμάτων.
Με βάση τον νόμο, σε περίπτωση που τα εκτός Βουλής κόμματα συγκεντρώσουν 5%, τότε ο πήχης της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος θα κινηθεί στο 38,5%, με τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα στο 13% η αυτοδυναμία εξασφαλίζεται με 35,2%, ενώ το έργο του πρώτου κόμματος γίνεται πιο εύκολο εάν το ποσοστό φτάσει το 15%.
Πηγή: Έθνος