«Ως εξειδικευμένοι επενδυτές σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι πελάτες μας θα εξέταζαν να αυξήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους στην Εθνική Τράπεζα, κάτω από κατάλληλες συνθήκες», έγραψε την περασμένη Πέμπτη (17 Ιουλίου) η δικηγορική εταιρεία σε έγγραφό της προς τους διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο είναι σε γνώση του Bloomberg. «Οι πελάτες μας σκοπεύουν να διασφαλίσουν ότι θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους με όλους τους νόμους που μπορεί να εφαρμοσθούν», σημειώνεται.
Η προκαταρκτική συμφωνία για το νέο πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας θέτει τους κατόχους ομολόγων υψηλής προτεραιότητας των τραπεζών (senior bondholders) σε διαδικασία να υποστούν ζημιές, καθώς η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει την οδηγία της ΕΕ για την αναδιάρθρωση και ανάκαμψη των τραπεζών. Οι ομολογιούχοι της Εθνικής Τράπεζας επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα διερευνήσει τις λύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, πριν προσφύγει σε μία εξυγίανση της τράπεζας και ότι οι πιστωτές υψηλής προτεραιότητας θα προστατευθούν, εφόσον ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία, σύμφωνα με την επιστολή, η οποία εστάλη επίσης στο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, στον Πρόεδρο του Eurogroup και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο όμιλος κατέχει περίπου το 25% των ύψους 750 εκατ. ευρώ ομολόγων της Εθνικής υψηλής διαβάθμισης, που λήγουν τον Απρίλιο του 2019, σύμφωνα με πηγή που έχει γνώση του θέματος. Η τιμή των ομολόγων αυτών αυξήθηκε στα 37 σεντς σήμερα, ενώ είχε μειωθεί πάνω από 70% από την αρχή του έτους σε μόλις 21 σεντς στις 8 Ιουλίου, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
«Η πρόσφατη κρίση προέκυψε αποκλειστικά από αποφάσεις των ελληνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών και νομισματικών Αρχών, που ήταν εντελώς εκτός του ελέγχου της Εθνικής Τράπεζας», σημειώνεται στην επιστολή, ενώ προστίθεται: «Πριν καταστούν πρόσθετα κεφάλαια και ρευστότητα διαθέσιμα στις ελληνικές τράπεζες, όπως την Εθνική, οι επενδυτές, όπως οι πελάτες μας, πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στο ελληνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο εποπτείας και εξυγίανσης, και να διασφαλισθεί ότι θα τύχουν δίκαιης μεταχείρισης».