Ο πρώτος σύμμαχος είναι η αδυναμία της αντιπολίτευσης να απειλήσει το ΣΥΡΙΖΑ τόσο σε επίπεδο πολιτικής και επικοινωνιακής κυριαρχίας όσο και στην περίπτωση εκλογικής αναμέτρησης, αφού όπως έδειξαν και οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις η αντιπολίτευση αδυνατεί να αξιοποιήσει την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντιπολίτευση δεν έχει ελκυστικό πρόσωπο, είναι ένα φθαρμένο προϊόν θα λέγαμε χρησιμοποιώντας μία ρήση του επικοινωνιολόγοι Γιάννη Λούλη.
Ο δεύτερος σύμμαχος είναι ο φόβος των πολιτών για χρεοκοπία ή ακόμα χειρότερα για Grexit.
Και είναι σύμμαχος γιατί θα επιτρέψει στην κυβέρνηση με τους κατάλληλους επικοινωνιακούς χειρισμούς να απαλύνει ή ακόμα και να εξουδετερώσει σε επίπεδο κοινωνίας τις δυσμενείς εντυπώσεις από μία συμφωνία που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έντιμη, σύμφωνα με τους προσδιορισμούς και της ίδια της κυβέρνησης.
Οι πολίτες είναι σήμερα έτοιμοι να δεχτούν ένα συμβιβασμό ο οποίος μπορεί να έχει ποδοπατήσει τις ¨κόκκινες¨ γραμμές, αλλά θα διατηρεί την επίφαση της κυβερνητικής αντίστασης στους «εκβιαστές» που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού.
Ακριβώς αυτός ο φόβος και η επιθυμία των πολιτών να παραμείνει η χώρα στο ευρώ είναι το μεγάλο ατού του Τσίπρα απέναντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση στο ΣΥΡΙΖΑ και σε όσους τυχόν αντιδράσουν σε μία συμφωνία γιατί δεν θα την χαρακτηρίσουν έντιμη.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο υπάρχει το δημοψήφισμα, το οποίο θα εξουδετερώσει, έστω προσωρινά τις όποιες αντιδράσεις.
Και είναι πλέον φανερό σε όλους, όπως έγραψε στο παρελθόν η στήλη, πως το όπλο του δημοψηφίσματος η κυβέρνηση δεν το κραδαίνει απέναντι στην αντιπολίτευση, ούτε στην κοινωνία. Είναι ένα όπλο το οποίο το προτάσσει απέναντι στην εσωκομματική αντίδραση.
Γιατί είναι γνωστό από τις δηλώσεις στελεχών της αντιπολίτευσης πως θα στηρίξουν μία συμφωνία που θα παραβιάζει ακόμα και τα όρια της εντιμότητας που έχει θέσει η κυβέρνηση, ενώ τώρα οι πολίτες είναι έτοιμοι να αποδεχτούν μία συμφωνία που θα σταθεροποιεί τη χώρα εντός της ευρωζώνης και θα ανοίγει το παράθυρο της χρηματοδότησης και της παροχής ρευστότητας. Καθότι «δει δε χρημάτων και άνευ τούτου ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων», όπως υποστηρίζει και ο Δημοσθένης στον Ολυνθιακό Α.