Μία αναλυτική περιγραφή σχετικά με το πως απέφυγαν οι ελληνικές τράπεζες το μεγάλο “κραχ” τον Ιούνιο του 2012, παρουσιάζει σε σημερινό του δημοσίευμα το Βήμα.
Σϋμφωνα με την εφημερίδα, έγιναν τρεις έκτακες εισαγωγές μετρητών, ούτως ώστε να καταφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος να αντεπεξέλθει στη μεγάλη ζήτηση για μετρητά, που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης και κορυφώθηκε λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Μέσα από αυτές τις χρηματαποστολές, η ΤτΕ ενίσχυσε την αξία των χαρτονομισμάτων που είχε στο θησαυροφυλάκιό της κατά 5,26 δισ. ευρώ και έτσι μπόρεσε να αποτρέψει ένα άνευ προηγουμένου bank run για τη χώρα.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της ΤτΕ, “Το χρονικό της Μεγάλης Κρίσης 2008-2013”, το οποίο θα παρουσιαστεί την προσεχή Τετάρτη, από το ξέσπασμα της κρίσης στις αρχές του 2010, μέχρι τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, η αξία των μετρητών που είχαν στα χέρια τους οι Έλληνες, υπερδιπλασιάστηκε και ανήλθε σε 47, 7 δισ. ευρώ έναντι 20 δισ. ευρώ που ήταν πριν από την κρίση.
Η τάση των Ελλήνων να αποσύρουν τις καταθέσεις τους εκείνο το διάστημα, ανάγκασε την ΤτΕ να εφοδιάσει τις τράπεζες με υπερδιπλάσια μετρητά από ό, τι συνήθως, ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση και ουσιαστικά να αποφευχθεί το… μοιραίο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, υπήρξαν εβδομάδες με εκροές πάνω από 11 δισ. ευρώ, ενώ κορυφαία ήταν η εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, όταν αυτές έφτασαν τα 3 δισ. ευρώ!
Για να αντεπεξέλθει η ΤτΕ στην τεράστια ζήτηση για… ζεστά μετρητά από τους πανικόβλητους πολίτες, κατέφυγε σε πολλαπλές χρηματαποστολές.
Τα χρήματα έφευγαν από τα θησαυροφυλάκια της κεντρικής τράπεζας σε “τούβλα” ή χρηματοδέματα, όπως αποκαλούνται στο βιβλίο. Κάθε “τούβλο” αποτελούνταν από 1.000 χαρτονομίσματα ίσης αξίας, χωρισμένα σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων. Στην κορύφωση της κρίσης, διοχετεύτηκαν στην αγορά περίπου 135.000 “τούβλα”, όταν ο μέσος όρος το 2009 δεν ξεπερνούσε τις 85.000.
Για να καλυφθεί ο όγκος της ζήτησης, η ΤτΕ παρέλαβε εγκαίρως 1,5 δισ. ευρώ σε μετρητά από την κεντρική τράπεζα της Ιταλίας και δύο ακόμη φορές προμηθεύτηκε “ζεστό χρήμα” από την αντίστοιχη της Αυστρίας. Η πρώτη τον Ιούνιο του 2011, ύψους 1,92 δισ. ευρώ και η δεύτερη στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ύψους 1,86 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές του 2012 και μέχρι το τέλος του έτους, επέστρεψαν στις τράπεζες περίπου 10 δισ. ευρώ, μία τάση που συνεχίστηκε και το 2013, όταν και επεστράφησαν ακόμη 2,2 δισ. ευρώ.
Η ανησυχία, όμως, των Ελλήνων δεν περιορίστηκε μόνο στο “κύμα” αναλήψεων από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, αφού ανάλογη ήταν η τάση και στην αγορά χρυσών λιρών.
Όπως προέκυψε από τα στοιχεία αγοραπωλησίας χρυσών λιρών της ΤτΕ, η αβεβαιότητα είχε δυναμική παρουσία το δίμηνο Μαϊου-Ιουνίου 2012, περίοδος που η χώρα μπήκε στο Μνημόνιο, οπότε και αγοράστηκαν 68.000 λίρες.
Ακόμη, 104.000 λίρες αγοράστηκαν μεταξύ Οκτωβρίου του 2011 και Φεβρουαρίου του 2012, όταν η πολιτική αστάθεια ήταν έντονη εξαιτίας της επιθυμίας του τότε πρωθυπουργού, Γ. Παπανδρέου να διενεργήσει το δημοψήφισμα, αλλά και της πρωτόγνωρης, για τα ελληνικά δεδομένα, κυβέρνησης συνεργασίας του κ. Λουκά Παπαδήμου.
Οι εξελίξεις βέβαια στην Ελλάδα δεν δημιουργούσαν πανικό μόνο… εντός των συνόρων, αλλά και στην Ευρώπη, καθώς σύμφωνα με την ΤτΕ, οι μετρήσεις αβεβαιότητας ως προς την οικονομική πολιτική στην “Γηραιά Ήπειρο” κορυφώθηκαν δύο φορές την περίοδο 2008-2012, εξέλιξη που και τις δύο φορές αποδιδόταν στα τεκταινόμενα στη χώρα μας.
Αυτή η ανησυχία, ήταν ο ουσιαστικός λόγος για τη χρηματοδοτική στήριξη που δόθηκε στην Ελλάδα. Η ΤτΕ εκτιμά πως η στάση αυτή των ευρωπαίων “όρισε εν πολλοίς την αντικειμενική πραγματικότητα μέσα στην οποία όχι μόνο έπρεπε να λειτουργήσει η ελληνική οικονομία στα χρόνια της κρίσης, αλλά και αυτή που θα κληθεί να λειτουργήσει στο μέλλον”.
Μεσοπρόθεσμα, η τήρηση των όρων των προγραμμάτων στήριξης ήταν η πρωταρχική προϋπόθεση για την ευρωπαίκή αλληλεγγύη, ενώ μακρυπρόθεσμα η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να αναζητήσει ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, ικανό να συμβαδίζει με τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Σχετικά, πάντως, με την εφαρμογή του προγράμματος, η ΤτΕ αναφέρει πως τους πρώτους μήνες οι εξελίξεις ήταν ενθαρρυντικές. Ωστόσο, με τη δεύτερη αξιολόγηση που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2010, “επιβεβαιώθηκαν πλήρως οι χρόνιες αδυναμίες του δημόσιου τομέα”.
Η εκτίμηση ήταν πως η πολιτική διαχείριση του προγράμματος και η στάση της κοινωνίας απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που θα καθόριζαν την τελική επιτυχία ή αποτυχία. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ΤτΕ, “το πρόγραμμα προσαρμογής δεν υιοθετήθηκε από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Οι καταθέσεις των φοροφυγάδων και όσων πήραν μίζες σε φτωχούς και αδύναμους
Κατά 300 εκατ. ευρώ αυξήθηκαν οι καταθέσεις τον Απρίλιο
Στουρνάρας: Ανακτήσαμε την αξιοπιστία μας στις αγορές
Η ΕΕ αύξησε τη βοήθειά της για την ανάπτυξη το 2013 παρά την κρίση