Μείωση 6,8% σημείωσε το 2011, σε σύγκριση με το 2010, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (ανήλθε στα 1.824,02 ευρώ), ενώ εάν ληφθεί υπόψη και ο πληθωρισμός, η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 10,8%.
Παράλληλα, η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλάζει και τις καταναλωτικές συνήθειες, με αποτέλεσμα να δαπανούν οι πολίτες περισσότερα για τα θεωρούμενα ως «απολύτως απαραίτητα» (διατροφή, στέγαση) και να περικόπτουν «ελαστικές δαπάνες» (ένδυση- υπόδηση, εστιατόρια, ξενοδοχεία, κλπ).
Αυτό προκύπτει από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), σύμφωνα, επίσης, με την οποία, ο κίνδυνος φτώχειας απειλούσε το 2011 το 20,6% του πληθυσμού (από 20% το 2010). Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 15%, όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κλπ).
Αναλυτικότερα, από την εν λόγω έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν τα εξής:
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (19,5%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,2%) και η στέγαση (12,6%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).
Μεταξύ 2011 και 2010 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση- υπόδηση, διαρκή αγαθά, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, μεταφορές προς τις δαπάνες που αφορούν κυρίως στη διατροφή και τη στέγαση.
Συγκεκριμένα, καταγράφεται μεγάλη μείωση δαπανών για ένδυση- υπόδηση (20,1%), διαρκή αγαθά (15,7%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (9,8%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (9,7%), μεταφορές (9,4%), υγεία (7,9%) και αναψυχή, πολιτισμό και επικοινωνίες (6,1%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (3,2%) και εκπαίδευση (0,8%). Μικρή αύξηση παρατηρήθηκε στις δαπάνες διατροφής (1%) και στη στέγαση (0,6%).
Στην έρευνα καταγράφονται διαφορετικά ποσά και πρότυπα κατανάλωσης ανάλογα με τον τύπο και το εισόδημα των νοικοκυριών:
Ειδικότερα, νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο ηλικίας 65 ετών και άνω έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 63,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών, έχουν περισσότερες δαπάνες κατά 37,9% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών. Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 76,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 168,3% αυτής.
Η μεγαλύτερη μείωση σε σύγκριση με το 2010, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς (17%), ενώ η μικρότερη μείωση (0,5%) καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό.
Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45- 54 ετών, δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο (το 127,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης), ενώ αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω το 48,9%. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.397,82 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.943,25 ευρώ.
Το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής, των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, ανέρχεται σε 34,6% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται σε 12,7%.
Η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 34,5% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 18,4%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,4% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.
Επίσης, στην έρευνα καταγράφονται και τα εξής:
– Σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (11,7%).
– Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα κινητό τηλέφωνο (1,5%).
– Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (1%).
– Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (2,1%).
– Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κεντρική θέρμανση (1%).
– Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (4%).
– Ο αριθμός των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ παρέμεινε σταθερός, ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 1,7%.
Όσον αφορά στα καταναλωτικά πρότυπα στο σύνολο της Ευρώπης, στην Ελλάδα, στην Εσθονία και στην Πολωνία, το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής.
Επίσης,
– Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Γερμανία, τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Ιταλία και την Τουρκία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση.
– Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,5% στη Δανία έως 3,5% στην Ελλάδα.
H Ελλάδα και η Πολωνία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (6,3% και 4,8% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).
Διαβάστε επίσης: