Κατά την ισχυρότερη εκδοχή έχει Τούρκικη προέλευση.
Παράγεται από το ουσιαστικό της τουρκικής γλώσσας “çiplak” (πρφ.: τσίπλακ), που σημαίνει “γυμνός”, “ αυτός που δεν έχει ρούχα”, ο “φτωχός”.
Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το επίθετο τσιπλάκης -ισσα, -ικο και δηλώνει:
1. αυτόν που είναι απόλυτα φτωχός, 2. (μτφ) αυτός που ζει υπό συνθήκες απόλυτης ανέχειας, ΣΥΝ. Φτωχός, κακαμοίρης, ξεβράκωτος (από το Λεξικό Μπαμπινιώτη). Με την παραπάνω ερμηνεία ταυτίζεται και το ετυμολογικό λεξικό του Ανδριώτη, στο οποίο καταγράφεται, επιπρόσθετα, και το λήμμα “τσιρτσιπλάκης” (: ολόγυμνος)
Ασθενέστερες πρέπει να θεωρούνται οι ετυμολογικές αναλύσεις: 1. από το λατ. cipria (: πούδρα, η λατ. λέξη cipria αναφέρεται στην Κύπρο) ή 2. από το αλκοολούχο ποτό (τα) τσίπουρα>τσίπρα. Και στις δύο περιπτώσεις το “Τσίπρας” θα πρέπει να είναι ένα παλαιό παρατσούκλι της οικογένειας του Αλέξη Τσίπρα.
ΠΗΓΗ: 24grammata.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τσίπρας για Παπαδήμο και Ταμβακάκη: Aδίστακτοι και τυχοδιώκτες παίζουν πολιτικά παιχνίδια