Πρόκειται για το αποτέλεσμα σουηδικής μελέτης που είδε το φως της δημοσιότητας. Προγενέστερες μελέτες ανέφεραν ότι τα φάρμακα για την γονιμότητα μπορεί να συνδέονται με την εμφάνιση ορισμένων τύπων καρκίνου όπως του μαστού, της μήτρας και των ωοθηκών.
Στην έρευνα που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση “Ανθρώπινη Αναπαραγωγή”, ο Μπενγκτ Κάλεν του πανεπιστημίου Lund της Σουηδίας και οι συνεργάτες του ανέλυσαν τα δεδομένα που αφορούσαν 24.000 γυναίκες, οι οποίες κατά το διάστημα 1982-2006 γέννησαν έχοντας υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Στη συνέχεια συνέκριναν τα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου σε αυτές τις γυναίκες με το ιατρικό ιστορικό 1.4 εκατομμυρίων γυναικών από τον γενικό πληθυσμό της χώρας που επίσης γέννησαν την ίδια περίοδο.
Ποσοστό μικρότερο του 2% από τις γυναίκες που απέκτησαν παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση εμφάνισαν έναν ή περισσότερους τύπους καρκίνου κατά την επόμενη οκταετία, σε σχέση με σχεδόν 5% γυναικών από την άλλη ομάδα.
Ως παράγοντες κινδύνου εξετάστηκαν η ηλικία κατά την οποία η γυναίκα απέκτησε παιδί, πιθανές προηγούμενες εγκυμοσύνες και το αν ήταν καπνίστρια και διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου ήταν κατά 25% χαμηλότερος για τις γυναίκες που είχαν κάνει εξωσωματική.
«Ένα ζευγάρι που πρέπει να επιλέξει την εξωσωματική γονιμοποίηση δεν χρειάζεται να φοβάται ότι οι ορμόνες που θα χρησιμοποιηθούν για την θεραπεία- τουλάχιστον εκείνες που χρησιμοποιούνται στη Σουηδία – θα συνιστούν παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρκίνου για τη γυναίκα», είπε ο Κάλεν στο Reuters Health.
Ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών ήταν μεγαλύτερος από διπλάσιος για τις γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε εξωσωματική, σε σχέση με εκείνες που είχαν συλλάβει κανονικά, ο Κάλεν εξήγησε ότι αυτό μπορεί να οφείλεται σε ανωμαλίες στην λειτουργία των ωοθηκών που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο για καρκίνο και τον κίνδυνο υπογονιμότητας, άρα την ανάγκη για εξωσωματική.
«Ο κίνδυνος εμφάνισης δύο κοινών τύπων καρκίνου – του μαστού και του τραχήλου- εμφανίστηκε πολύ πιο μειωμένος από το αναμενόμενο», είπε ο ίδιος.
Ο Κάλεν πρόσθεσε ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική είναι πιο υγιείς από τον μέσο όρο ή, πιθανότατα, στο ότι οι γυναίκες αυτές μπορεί να υποβληθούν σε περισσότερες εξετάσεις του τραχήλου και σε μαστογραφίες.