συγκατελεγόταν η βιοτεχνία και το εμπόριο. Ευνοούσε τις εισαγωγές ειδών πρώτης ανάγκης από τις βυζαντινές επαρχίες ή το εξωτερικό στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη.
Τις εισαγωγές αυτές τις ρύθμιζε ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής και έθετε τα όρια των τιμών. Η εξαγωγή ορισμένων προϊόντων, αναγκαίων για την εσωτερική κατανάλωση (λάδι, κρασί, σιτάρι), ήταν καταρχήν απαγορευμένη, όπως επίσης και η εξαγωγή όπλων ή εργαλείων και πρώτων υλών απαραίτητων για την κατασκευή τους (σιδήρου, για παράδειγμα), και συνεπαγόταν αυστηρές κυρώσεις.
Σε μια προσπάθεια του κράτους να διατηρεί πάντα θετικό ισοζύγιο πληρωμών (η οποία απέδωσε πράγματι καρπούς για μερικούς αιώνες) οι βυζαντινοί έμποροι είχαν ορισμένες υποχρεώσεις. Έπρεπε να εξασφαλίζουν το κεφάλαιο που ήταν απαραίτητο για τις εισαγωγές ξένων προϊόντων κατά την πώληση των εξαγώγιμων προϊόντων και να αποσπούν όσο το δυνατόν περισσότερο πολύτιμο μέταλλο από τις ξένες χώρες.
Για άλλα εμπορεύματα, όπως το αλάτι, τα όπλα και τα είδη πολυτελείας (ιδιαίτερα την πορφύρα και τα μεταξωτά), το κράτος είχε στις περισσότερες περιπτώσεις το μονοπώλιο. Λέγοντας μονοπώλιο δεν εννοούμε ότι το βυζαντινό κράτος απαγόρευε σε οποιονδήποτε πολίτη να ασχοληθεί με την παραγωγή ή το εμπόριο αυτών των προϊόντων. Απλά, έπαιρνε υπό τον έλεγχό του αυτές τις διαδικασίες, κρατώντας για τον εαυτό του τα αντίστοιχα οικονομικά οφέλη, με κύριο σκοπό να εξασφαλίσει απόλυτο έλεγχο στους τομείς που, λόγω της οικονομικής τους σπουδαιότητας, κινδύνευαν περισσότερο από καπηλεία και αισχροκέρδεια.
Βέβαια, όλοι οι παραπάνω περιορισμοί και οι ρυθμίσεις παραβιάζονταν από λαθρεμπόρους ή μετριάζονταν κατά καιρούς από το ίδιο το κράτος, ανάλογα με τις πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες (δηλαδή ανάλογα με την οικονομική και δημοσιονομική του κατάσταση και με τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων).
Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή, ήταν η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσανε το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, τις λεγόμενες “συντεχνίες” ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του υποψηφίου.
Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ’ αυτές.
Οι συντεχνίες βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν, μέσω κρατικών αξιωματούχων: των εξάρχων και των προστατών στην επαρχία και του επάρχου της πόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το “Επαρχικό Βιβλίο” του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ Σοφού.
Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε 21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και μεταξωτών), τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων, κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις.
copyright IME,
Από το έργο του ΙΜΕ “Ελληνική ιστορία στο διαδίκτυο”: www.e-history.gr