Το κόστος του ηλεκτρισμού στο μέλλον θα εξαρτηθεί από έναν αριθμό παραγόντων, ανάμεσά τους το κόστος της συγκέντρωσης οικονομικών κεφαλαίων και η τιμή του άνθρακα.
Αυτό υποστηρίζει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) και ο Διεθνής Οργανισμός Πυρηνικής Ενέργειας (ΝΕΑ) σε έκθεσή τους με τίτλο «Το Προβλεπόμενο Κόστος της Παραγωγής Ηλεκτρισμού», η οποία παρουσιάστηκε στο Παρίσι την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι δύο οργανισμοί επιχειρούν με τον τρόπο αυτό να θέσουν ένα παγκόσμιο benchmark για το κόστος του ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με τη μελέτη, δεν υπάρχει μια επιμέρους τεχνολογία η οποία να υπερισχύει διεθνώς ανεξαρτήτως των συνθηκών.
Η ανταγωνιστικότητα του κάθε τρόπου παραγωγής θα εξαρτάται κυρίως από το κόστος συγκέντρωσης κεφαλαίων και την τιμή του άνθρακα στο εξής.
Το κόστος ανά μεγαβατώρα, αν η τιμή του άνθρακα είναι 30 δολάρια ανά τόνο και το επιτόκιο δανεισμού 5%, ευνοεί την πυρηνική ενέργεια και τη δέσμευση άνθρακα.
Με υψηλότερο επιτόκιο της τάξης του 10%, προηγείται ο λιθάνθρακας με δεύτερη την δέσμευση άνθρακα και το φυσικό αέριο.
Εκτός όμως από τους παράγοντες αυτούς, το κόστος της παραγωγής εξαρτάται επίσης και από την τεχνολογική καινοτομία και το τοπικό δυναμικό.
Σήμερα, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, τα υδροηλεκτρικά και τα αιολικά είναι άκρως ανταγωνιστικές μορφές ενέργειας.
Με βάση τη συγκεκριμένη μεθοδολογία η κάθε πηγή έχει τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα:
Η πυρηνική ενέργεια παρέχει μεγάλες ποσότητες ενέργειας δίχως σημαντικές εκπομπές άνθρακα και με ένα σταθερό κόστος σε βάθος χρόνου. Όμως από την άλλη υπάρχει το ζήτημα της διαχείρισης των αποβλήτων και οι κοινωνικές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Ο λιθάνθρακας είναι οικονομικά ανταγωνιστικός απουσία μιας υψηλής τιμής εκπομπών στην αγορά. Αυτή η τάση έχει εφαρμογή ειδικά σε περιοχές όπου η πρώτη ύλη είναι φθηνή.
Η παραγωγή με τη χρήση της δέσμευσης άνθρακα στηρίζεται στις χαμηλές τιμές του λιθάνθρακα και στην εξίσωση του δικού της κόστους με την τιμή των εκπομπών.
Πάντως, ακόμη δεν έχει αποδειχθεί η χρήση της τεχνολογίας αυτής σε εμπορική κλίμακα και το κόστος της θα παραμείνει αβέβαιο βραχυπρόθεσμα.
Το φυσικό αέριο διαθέτει τρία πλεονεκτήματα: Χαμηλό κεφαλαιακό κόστος, χαμηλότερες εκπομπές και υψηλό βαθμό ευελιξίας κατά τη λειτουργία. Αλλά το κόστος λειτουργίας ενός τέτοιου σταθμού εξαρτάται κατά πολύ από την τιμή του αερίου και η χρήση του μπορεί να μην είναι ανταγωνιστική επί μακρόν.
Η αιολική ενέργεια στην ξηρά στηρίζεται σε ευνοϊκές τοπικές συνθήκες και είναι ανταγωνιστική σε επιμέρους περιπτώσεις.
Η μελέτη καταλήγει στο ότι οι κυβερνήσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη συγκέντρωση των απαραίτητων κεφαλαίων και για τον καθορισμό της τιμής των εκπομπών.
Ειδικά το κόστος εξασφάλισης κεφαλαίων συνδέεται με το ρίσκο της αγοράς, της τεχνολογίας, της κατασκευής και της ρύθμισης.
Οι πιο ανεπτυγμένες και καθαρές τεχνολογίες (πυρηνική, ΑΠΕ και CCS) είναι ευάλωτες υπό αυτή την άποψη. «Η έξυπνες κυβερνητικές δράσεις όμως μπορούν να μειώσουν αυτά τα ρίσκα», καταλήγει η μελέτη.