ζητούν την παραδειγματική τιμωρία για όσους έχουν ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση. Άλλωστε ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι “πρέπει να παταχθούν οι απατεώνες του οικονομικού εγκλήματος”. Δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί τελικά, αλλά μπορούμε να δούμε πώς αντιμετώπιζαν οι πολίτες της αρχαίας Αθήνας τέτοιου είδους προβλήματα.
Η φροντίδα των Αθηναίων να ενισχύσουν και να διατηρήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν σημαντική. Ως μέτρα εναντίον των επίδοξων τυράννων καθιερώθηκαν το σύστημα του οστρακισμού και η γραφή παρανόμων. Οι βουλευτές έδιναν όρκο να καταγγέλουν οποιονδήποτε θα υπονόμευε τη δημοκρατία ή θα βοηθούσε μια απόπειρα για εγκατάσταση τυραννίας στην πόλη τους.
Ο οστρακισμός ήταν η δεκάχρονη απομάκρυνση από την Αθήνα των πολιτών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην εισαγωγή του μέτρου αυτού εναντίον των επίδοξων τυράννων συνέτεινε ο φόβος των Αθηναίων για την εγκαθίδρυση τυραννίδας και για το λόγο αυτό αρκετές φορές εξορίστηκαν πολίτες που είχαν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα και πολιτική δύναμη, τις οποίες θεωρήθηκε ότι θα τις χρησιμοποιούσαν κατά των συμφερόντων του δήμου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Aθηναίων πολιτεία 22.4) ο νόμος καθιερώθηκε από τον Κλεισθένη το 508/7 π.Χ.
Η Εκκλησία του δήμου στην έκτη πρυτανεία συζητούσε, εάν έπρεπε το χρόνο εκείνο, να εφαρμοσθεί ή όχι οστρακισμός. Στην περίπτωση που ψήφιζε υπέρ, τότε στην όγδοη πρυτανεία κάθε πολίτης έγραφε σε ένα όστρακο, δηλαδή σε ένα θραύσμα αγγείου, το όνομα του Αθηναίου που ήθελε να τιμωρηθεί. Για να εφαρμοστεί ο οστρακισμός σύμφωνα με ορισμένους μελετητές έπρεπε η Εκκλησία να συγκεντρώσει έξι χιλιάδες πολίτες, οπότε εξοριζόταν εκείνος το όνομα του οποίου ήταν γραμμένο στα περισσότερα όστρακα ή σύμφωνα με άλλους έπρεπε να μαζευτούν έξι χιλιάδες όστρακα που θα καταδίκαζαν τον ίδιο Αθηναίο.
Ο πολίτης που καταδικαζόταν σε οστρακισμό έπρεπε να εγκαταλείψει την Αθήνα σε δέκα ημέρες και να παραμείνει εξόριστος για δέκα χρόνια. Μετά, μπορούσε να επιστρέψει στην Αθήνα. Στο διάστημα της εξορίας του δεν έχανε ούτε την ιδιότητα του πολίτη ούτε την περιουσία του. Από τους γνωστότερους Αθηναίους που εξορίστηκαν με τον τρόπο αυτό ήταν ο Αριστείδης (482 π.Χ.), ο Θεμιστοκλής (472/471 π.Χ.), ο Κίμων (462/461 π.Χ.) και ο Θουκυδίδης (443/442 π.Χ.).
Η γραφή παρανόμων ήταν η αγωγή για παράβαση του νόμου, η καταγγελία δηλαδή ενός πολίτη που είχε προτείνει ένα ψήφισμα αντίθετο με την υπάρχουσα νομοθεσία. Δεν είναι γνωστό πότε καθιερώθηκε αυτή η διαδικασία, αλλά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η μέθοδος αυτή αντικατέστησε τον οστρακισμό, που από το 417/16 π.Χ. χρονιά που έχουμε τον τελευταίο καταγεγραμμένο οστρακισμό, όπως μπορεί να δει κανείς στο πρόγραμμα εικονικής πραγματικότητας “Περιήγηση στην Αρχαία Αγορά” στο «Θόλο» του «Ελληνικού Κόσμου». Ο κατηγορούμενος δικαζόταν -άσχετα με το εάν η πρόταση που είχε προτείνει είχε ψηφισθεί ή όχι- κι εφόσον καταδικαζόταν, πλήρωνε βαρύ πρόστιμο. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., εάν είχε παρέλθει ένας χρόνος από την ψήφιση του νόμου, τότε ο εισηγητής δεν τιμωρούνταν, όμως ο νόμος έπαυε να ισχύει.
Με τον τρόπο αυτό οι δίκες έγιναν σταθερός παράγοντας της πολιτικής ζωής και αποτέλεσαν το καλύτερο μέσο, για να απαλλαχθεί κάποιος από έναν αντίπαλο, ή για να προωθήσει μια πολιτική θέση. Η πιο γνωστή περίπτωση γραφής παρανόμων ήταν η καταγγελία του Κτησιφώντα από τον Αισχίνη για την πρότασή του να τιμηθεί με στεφανηφορία ο Δημοσθένης. Για την υπόθεση αυτή ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης έγραψαν τους λόγους Κατά Kτησιφώντα και Περί στεφάνου, τους οποίους εκφώνησαν αντίστοιχα οι δύο ρήτορες στο δικαστήριο.