Δεν έμειναν αναπάντητα τα όσα είπε η τέως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου εναντίον της ΝΔ από το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με μια ολιγόλογη αλλά σκληρή ανακοίνωση η ΝΔ απαντά στα όσα είπε η κα Θάνου ως εξής:
«Η σύμβουλος του πρωθυπουργού κυρία Θάνου δίνει δείγματα γραφής στον προϊστάμενό της και επιβεβαιώνει τα κριτήρια του διορισμού της με επιθέσεις εναντίον της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αποδεικνύει ότι προσελήφθη στο Μαξίμου για το ιστορικό της. Ιστορικό που δείχνει πόσο υπονομευτικά προς τη Δικαιοσύνη και υποστηρικτικά προς την Κυβέρνηση έχει δράσει. Άξια τα οδοιπορικά της…».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Και το Ποτάμι με ανακοίνωσή του τονίζει:
«Η κυρία Θάνου λέει ότι «ουδείς δικαιούται να καταλογίζει συναλλαγή ή πελατειακή σχέση μεταξύ της ίδιας και της κυβέρνησης». Πώς να μη συμβαίνει αυτό όταν η ανάδειξή της στη θέση της Προέδρου του Αρείου Πάγου ήταν κυβερνητική επιλογή, όταν λειτούργησε ως κυβερνητικός υποστηρικτής κι όταν την επομένη της συνταξιοδότησή της και ύστερα από την γενική κατακραυγή δεν παρατάθηκε η παραμονή της στο δικαστικό σώμα, διορίστηκε επικεφαλής του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού; Όλα αυτά τι δείχνουν;
Δεν δείχνουν πολιτική συναλλαγή και πελατειακή σχέση και μάλιστα όταν η κυρία Θάνου ήταν εν ενεργεία Πρόεδρος του Αρείου Πάγου; Γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι η συμφωνία έκλεισε τις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από την αποχώρησή της. Ο δικαστής όχι μόνο πρέπει να είναι ανεξάρτητος, αλλά πρέπει να φροντίζει να το δείχνει κιόλας».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η Βασιλική Θάνου, βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης πριν από μερικές μέρες, όταν ανακοινώθηκε (10 μέρες μετά τη συνταξιοδότησή της) πως διορίζεται στη θέση της προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού.
Η κα Θάνου μίλησε για πρώτη φορά και όχι μόνο για το διορισμό της αλλά κυρίως για τις αντιδράσεις και δεν δίστασε να επιτεθεί στη Νέα Δημοκρατία. «Τους ενοχλεί ή τους φοβίζει αυτή η συνεργασία, επειδή απέδειξα ότι πιστεύω στην μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς», είπε η Βασιλική Θάνου μιλώντας στο ραδιόφωνο του Αlpha 989. Καταλόγισε «ανειλικρίνεια και δήθεν αγωνία» στην Νέα Δημοκρατία, λέγοντας πως και στο παρελθόν υπήρξαν παρόμοιες τοποθετήσεις. «Οι αντιδράσεις τους πέφτουν στο κενό, εκτίθενται», πρόσθεσε η κα Θάνου.
«Φανταζόμουν ότι θα υπάρχουν διάφορες αντιδράσεις, οι οποίες είναι πάντα από τα ίδια πρόσωπα, αυτό όμως δεν θα το σχολιάσω παραπάνω. Αποδέχτηκα τον πρόταση του πρωθυπουργού για να αναλάβω την διεύθυνση της νομικής υπηρεσίας του πρωθυπουργικού γραφείου διότι θέλω να εξακολουθήσω να υπηρετώ από μια κρατική, θεσμική θέση προσφέροντας την εμπειρία και τις επιστημονικές γνώσεις που απέκτησα στα 42 χρόνια της δικαστικής μου σταδιοδρομίας».
«Κανείς δεν δικαιούται να καταλογίζει “συναλλαγή ή πελατειακή σχέση” μεταξύ εμού και της κυβέρνησης γιατί τις υπηρεσίες μου αυτές τις παρέχω χωρία καμία αμοιβή. Οι μόνες αποδοχές που θα έχω είναι η σύνταξή μου από το δικαστικό σώμα, οι οποίες είναι λίγο πάνω από τις 2.000 ευρώ μηνιαίως. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη ανοησία από αυτούς που το είπαν (σ.σ ότι θα παίρνει οδοιπορικά, κάτι πάντως που αναφέρεται στο ΦΕΚ).
«Η δική μου εκτίμηση είναι ότι τους είναι πολύ ενοχλητικό ή ότι τους φοβίζει η συνεργασία γιατί απέδειξα και από την προηγούμενη θητεία μου ότι έδωσα μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς, την οποία κάνει και η κυβέρνηση ίσως για άλλους λόγους, δεν μπορώ να μπω στο δικό τους μυαλό. Θεωρώ ότι ορισμένοι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων δεν δικαιούνται να κάνουν αυτή την κριτική. Είναι τελείως ανειλικρινής η κριτική αυτή που κάνουν. Το κόμμα της ΝΔ δεν μπορεί τώρα αιφνιδίως να βγαίνει και να λέει ότι δήθεν αγωνιά γιατί κινδυνεύει η Δημοκρατία από το ότι η Θάνου διορίστηκε στο νομικό γραφείο του πρωθυπουργού όταν όλος ο νομικός κόσμος γνωρίζει ότι ο νομικός σύμβουλος του κ. Μητσοτάκη είναι ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας και πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός (σ.σ. ο Παναγιώτης Πικραμμένος).
Ή ο τότε εν ενεργεία Αρεοπαγίτης και εν ενεργεία πρόεδρος των δικαστών παραιτήθηκε και την επομένη μέρα κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ στις εκλογές του 2012 και μάλιστα τότε έκανε και δηλώσεις η ΝΔ ότι με τον τρόπο αυτό αποδεικνύει το ενδιαφέρον της για την Δικαιοσύνη. Τώρα το τότε “ενδιαφέρον” μετατρέπεται σε “αγωνία” δήθεν για το ότι κινδυνεύει η Δημοκρατία.
Επίσης θεωρώ ότι είναι ανειλικρινείς οι δηλώσεις δυο πρώην γενικών γραμματέων του υπουργείου Εργασίας διότι ήταν τότε μέλη της κυβέρνησης επί Γ. Παπανδρέου όταν ο τελευταίος διόρισε προϊστάμενο νομικού του γραφείου λίγες μέρες μετά την συνταξιοδότησή του τον αντιπρόεδρο του ΣΤΕ κο Σταυρόπουλο. Τότε λοιπόν όχι μόνο δεν υπήρξαν αντιδράσεις αλλά έλεγαν ότι με τον τρόπο αυτό αξιοποιούν τις γνώσεις και την εμπειρία των δικαστικών».
Αιχμές για τους δικαστικούς
«Η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών που με παίρνουν τηλέφωνο εκφράζουν τα συγχαρητήριά τους και μου λένε ότι είναι πεπεισμένοι ότι με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο θα ασκήσω και τα νέα μου καθήκοντα.
Δεν το αποκλείω να είναι συγκοινωνούντα δοχεία… ορισμένοι που ελέγχθηκαν γενικότερα και από μένα προσωπικά ελέγχθηκαν πειθαρχικά δια ορισμένες παραλείψεις που είχαν κάνει και έκρινα εσφαλμένες και οι οποίες αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν εσφαλμένες αφού τιμωρήθηκαν από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Θεωρώ ότι πολύ πιθανόν πίσω από τις αντιδράσεις να είναι και κάποιοι από αυτούς.
Προσωπικά σε μένα δεν απευθύνθηκε κανείς από τους ενδιαφερομένους αλλά όπως είναι γνωστό έριχναν τα βέλη τους δια μέσου εκπροσώπων κομμάτων ή άλλων παραγόντων.
Αποδεικνύεται καθημερινά ότι η κα. Τουλουπάκη (σ.σ. η νέα εισαγγελέας Διαφθοράς) είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να γίνει και είμαι και εγώ ιδιαίτερα ικανοποιημένη γιατί συνέβαλα σε αυτό. Εργάζεται νυχθημερόν, η ίδια έχει προχωρήσει πολλές υποθέσεις, οι οποίες χρόνιζαν στα συρτάρια ορισμένων (αυτό εννοούσε και ο κ. Παπαγγελόπουλος όταν είπε για ορισμένους εισαγγελείς και κακώς έσπευσαν ορισμένοι από το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων να βγάλουν ανακοίνωση εις βάρος του).
Κριτική είναι επιτρεπτό να γίνεται στις δικαστικές αποφάσεις. Όταν κανείς υπερβαίνει τα όρια και η κριτική αυτή δεν είναι επιστημονική κριτική ή ηθικού μέρους κριτική ή είναι κριτική κατά τρόπο απρεπή, τότε θα έπρεπε να αποφεύγεται. Η κριτική αυτή από πλευράς πολιτικών είναι ότι δεν μπορούν να μπουν και στη θέση δικαστών. Πολλές φορές ο δικαστής κρίνει μόνο με το γράμμα του νόμου και δεν προχωρεί περισσότερο να δει τις πολιτικές, κοινωνικές και λοιπές προεκτάσεις. Κατά την άποψη μου, ναι (θα έπρεπε να το κάνει)».