«Η μητέρα μου πέθανε σήμερα το πρωί στην κατοικία της. Θα γινόταν 90 ετών στις 13 Ιουλίου», δήλωσε ο Ζαν Βέιλ, ο οποίος είναι δικηγόρος.
Φυσιογνωμία της γαλλικής πολιτικής ζωής, ακαδημαϊκός, πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Σιμόν Βέιλ είχε επιζήσει των ναζιστικών στρατοπέδων του θανάτου, όπου είχε εκτοπιστεί όταν ήταν 16 ετών, και ενσάρκωνε επίσης για τους Γάλλους τη μνήμη του Ολοκαυτώματος.
ΔΕΙΤΕ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Simone Veil, une femme dans l’Histoire pic.twitter.com/RU60NfwjAf
— BFMTV (@BFMTV) June 30, 2017
Η Βέιλ απολάμβανε τον σεβασμό από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της Γαλλίας και είχε τιμηθεί με μερικές από τις σημαντικότερες διακρίσεις της χώρας, ενώ εντάχθηκε και στους “Αθανάτους”, δηλαδή τα μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας (η έκτη γυναίκα στην ιστορία της).
Άφησε ιστορία για τις προσπάθειές της να προωθήσει τα δικαιώματα των γυναικών και για την αποφασιστικότητα με την οποία προσπερνούσε την αντίσταση που συναντούσε από τους άνδρες σε όλη την αξιοθαύμαστη, αλλά σημαδεμένη από προσωπική τραγωδία ζωή της.
Ως μια από τους περισσότερους από 76.000 Εβραίους που εκδιώχθηκαν από τη Γαλλία στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, το όνομά της εμφανίζεται στου Μνημείο του Ολοκαυτώματος (Mémorial de la Shoah) στο Παρίσι, με το πατρικό της: Σιμόν Γιάκομπ. Το ίδιο και τα ονόματα του πατέρα της Αντρέ, της μητέρας της Υβόν, της αδελφής της Μαντλέν και του αδελφού της Ζαν. Από τους πέντε μόνο η Μαντλέν και η Σιμόν επέζησαν, αλλά η Μαντλέν σκοτώθηκε σε τροχαίο μόλις επτά χρόνια μετά τον πόλεμο.
Η Σιμόν ήταν η μικρότερη από τα τέσσερα αδέλφια. Ήταν γεννημένη στο θέρετρο της Γαλλικής Ριβιέρας, την Νίκαια, στις 13 Ιουλίου 1927, από οικογένεια μη θρησκευόμενων εβραίων. Ο πατέρας της, ένας βραβευμένος αρχιτέκτονας, είχε επιμείνει να εγκαταλείψει η μητέρα της τις σπουδές της στη Χημεία μετά τον γάμο τους. Όπως οι περισσότεροι άλλοι εβραίοι της Γαλλίας, ακολουθούσε υποχρεωτικά τις εντολές των αρχών όταν ανήλθε στην εξουσία η φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισί, τον Ιούνιο 1940, εγγράφοντας την οικογένειά του στον διαβόητο “Φάκελο των εβραίων”, κάτι το οποίο αργότερα θα βοηθούσε τη γαλλική αστυνομία και τη γερμανική Γκεστάπο να συγκεντρώσουν τους εβραίους της Γαλλίας και να τους απελάσουν.
Η Σιμόν μεταφέρθηκε στο μεγαλύτερο ναζιστικό στρατόπεδο του Άουσβιτς, στις 13 Απριλίου 1944 κι ενώ στην ηλικία της όλοι οι εβραίοι στέλνονταν απευθείας στους θαλάμους αερίων, εκείνη είπε ψέματα για την ηλικία της ακολουθώντας τη συμβουλή συγκρατούμενου που μιλούσε Γαλλικά. Στάλθηκε σε καταναγκαστικά έργα, της ξύρισαν το κεφάλι και για την υπόλοιπη ζωή της είχε χαραγμένο στο μπράτσο της τον αριθμό 78651. “Από τότε, ο καθένας μας ήταν απλώς ένας αριθμός, χαραγμένος στη σάρκα μας. Ένας αριθμός που έπρεπε να απομνημονεύσουμε αφού είχαμε χάσει κάθε άλλη ταυτότητα”, έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά της.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών η Σιμόν επέστρεψε στη Γαλλία καταρρακωμένη από τον θάνατο των γονέων και της αδελφής της, αλλά αποφασισμένη να επιδιώξει μια καριέρα, σαν αυτή την οποία είχε στερηθεί η μητέρα της. Σπούδασε Νομική στο διάσημο πανεπιστήμιο Sciences Po, όπου γνωρίστηκε με τον Αντουάν Βέιλ (1926-2013), ο οποίος αργότερα έγινε επιχειρηματίας. Παντρεύτηκαν το 1946 και απέκτησαν τρεις γιούς.
Η Βέιλ ξεκίνησε να εργάζεται ως δικηγόρος και το 1956 έγινε δικαστής. Μια δεκαετία αργότερα διορίστηκε υπουργός Υγείας στην κεντροδεξιά κυβέρνηση του προέδρου Βαλερί Ζισκάρ ντ΄Εστέν και έτσι ξεκίνησε την πολιτική της σταδιοδρομία.
Ξεκίνησε δίνοντας μάχη για την πρόσβαση των γυναικών στην αντισύλληψη.
“Καμία γυναίκα δεν καταφεύγει σε άμβλωση ελαφρά τη καρδία. Πρέπει κάποιος απλά να τις ακούσει: πρόκειται πάντα για μια τραγωδία”, είπε η Βέιλ στην εναρκτήρια ομιλία της που άφησε ιστορία, στις 26 Νοεμβρίου 1974, ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, η οποία απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες. Και πρόσθεσε: “Δεν μπορούμε πλέον να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις 300.000 αμβλώσεις που κάθε χρόνο ακρωτηριάζουν τις γυναίκες αυτής της χώρας, ποδοπατούν τους νόμους της και ταπεινώνουν και τραυματίζουν εκείνες οι οποίες υποβάλλονται στην πρακτική”. Τελικά ο νόμος ψηφίστηκε χάρις στην υποστήριξη της αριστερής αντιπολίτευσης.
Η Βέιλ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης φάσης της πολιτικής της καριέρας στο όραμα για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αποχωρώντας από την κυβέρνηση το 1979 για να θέσει υποψηφιότητα για τις πρώτες απευθείας εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο. Εγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Σώματος, μια θέση που διατήρησε μέχρι το 1982.
Επέστρεψε στη θέση της υπουργού Υγείας το διάστημα 1993-1995 και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε στο Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, την ύψιστη συνταγματική αρχή. Το 2005 πήρε άδεια από το Συμβούλιο για να ξεκινήσει εκστρατεία για το “ναι” στο δημοψήφισμα για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη. Όταν αναπάντεχα επικράτησε το “όχι”, η Βέιλ έκανε λόγο για μια “καταστροφή” για τη Γαλλία και την Ευρώπη.
Την προεκλογική περίοδο το 2007 εξέπληξε πολλούς καθώς τάχθηκε υπέρ του υποψήφιου προέδρου Νικολά Σαρκοζί. Ωστόσο, άσκησε ανοιχτά κριτική εις βάρος της απόφασής του να ιδρύσει ένα υπουργείο Μετανάστευσης και Εθνικής Ταυτότητας, ενώ πήρε θέση απέναντι στην αμφιλεγόμενη πρότασή του να υποχρεώσει κάθε δεκάχρονο μαθητή να τιμά τα παιδιά-θύματα του Ολοκαυτώματος–μια πρόταση την οποία χαρακτήρισε “απαράδεκτη, δραματική και κυρίως άδικη”.