Σοβαρές επενδύσεις δεν έχουν γίνει και παρά την όποια αύξηση των εξαγωγών που πλέον τα τελευταία χρόνια να δυσκολεύεται να τρέξει με υψηλούς ρυθμούς, η σημαντική αύξηση των εξαγωγών ανοίγει την ψαλίδα.
Σύμφωνα με την ανάγνωση των στοιχείων από την Στατιστική Αρχή, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε ελλειμματική, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε παραγωγικό, αφού προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό τις εισαγωγές. Αποτέλεσμα η αξία αυτών να σπάσει πέρυσι το ψυχολογικό φράγμα των 50 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 13,7% σε σχέση με το 2016.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ απλά επιβεβαιώνουν την κατάρρευση του παραγωγικού ιστού της χώρας αλλά και την αδυναμία αυτού που συνεχίζει και λειτουργεί, να μπει στα ράφια και να καλύψει τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και του αυξημένου τουριστικού ρεύματος. Ανάγκες οι οποίες καλύπτονται από εισαγόμενα προϊόντα.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία των εισαγωγών και του εμπορικού ελλείμματος είναι απογοητευτικά. Πέρυσι η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα αξίας 50,258 δισ. ευρώ. Ποσό το οποίο είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια. Είναι δε αυξημένο κατά 6 και πλέον δισ. ευρώ σε σχέση με τις εισαγωγές που πραγματοποίησε η χώρα το 2016 οι οποίες άγγιξαν τα 44,187 δισ. ευρώ, όταν το 2015 ήταν στα 43,6 δισ. ευρώ, το 2014 στα 48,327 δισ. ευρώ, στα 46,999 δισ. ευρώ το 2013 και στα 49,313 δισ. ευρώ το 2012.
Δηλαδή από το 2012 μέχρι και το 2017, μέσα σε μια εξαετία και εν μέσω κρίσης, η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα συνολικής αξίας πάνω από 280 δισ. ευρώ. Τάση που δεν φαίνεται να αλλάζει άμεσα και για κάποιους οικονομικούς παράγοντες, ίσως δεν αλλάξει ποτέ. Γιατί; Γιατί όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, αν η χώρα δεν κατάφερε να αλλάξει το καταναλωτικό της μοντέλο αλλά κυρίως το παραγωγικό της μοντέλο, το οποίο όπως επιβεβαιώνεται εκ του αποτελέσματος δεν έχει καταφέρει να υποκαταστήσει μέρος των εισαγωγών εν μέσω κρίσης, πολύ δύσκολα θα το πράξει όταν και όποτε βγει η χώρα από την κρίση.
Βέβαια η διατήρηση των εισαγωγών σε αυτά τα υψηλά επίπεδα θα μπορούσε να ισοσκελιστεί, αν οι εξαγωγές ακολουθούσαν την ίδια πορεία και προσέγγιζαν την αξία των εισαγωγών. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Αντιθέτως η αξία των εξαγωγών υπολείπεται σημαντικά, ενώ ο στόχος που είχε τεθεί εν έτη 2010 για υπερδιπλασιασμό της αξίας τους έως το 2014, δηλαδή η αξία να ξεπεράσει τα 38 δισ. ευρώ, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Οι ελληνικές εξαγωγές, από εκείνον τον φιλόδοξο στόχο απέχουν 10 δισ. ευρώ.
Πέρυσι η αξία των εξαγωγών ανήλθε στα 28,8 δισ. ευρώ, από 25,463 δισ. ευρώ που ήταν το 2016. Αποτέλεσμα το συνολικό εμπορικό έλλειμμα πέρυσι σε σχέση με το 2016 να διευρυνθεί και να αγγίξει τα 21,42 δισ. ευρώ έναντι 18,72 δισ. ευρώ που ήταν το 2016, παρουσιάζοντας αύξηση 14,4%. Κάτι που έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εξωτερικό χρέος της χώρας και στο ΑΕΠ της.
Το πρόβλημα σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) είναι η χαμηλή προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών, η οποία δημιουργεί σημαντικό μειονέκτημα έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Ο Σύνδεσμος υποστηρίζει επίσης πως για να υιοθετηθεί ένα στρατηγικό πλάνο οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να βελτιωθεί το εμπορικό ισοζύγιο, μέσω αύξησης των εξαγωγών και υποκατάστασης των εισαγωγών από προϊόντα που παράγονται εγχώρια. Κάτι που υποστηρίζουν εδώ και αρκετά χρόνια ουκ ολίγοι επιχειρηματίες.
Του Θανάση Παπαδή