Κυριακή, 24 Νοε.
9oC Αθήνα

Κάτι τρέχει με τον «Τσάρο» – Τι «πλήγωσε» τη δημοτικότητα του Πούτιν

Κάτι τρέχει με τον «Τσάρο» – Τι «πλήγωσε» τη δημοτικότητα του Πούτιν

Τι δείχνουν οι νέες δημοσκοπήσεις. Γιατί πέφτει η δημοτικότητα του Πούτιν.

Το Κρεμλίνο επιχείρησε σήμερα να υποβαθμίσει τη μεγάλη πτώση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, τη μεγαλύτερη από το 2014, την οποία κατέγραψαν πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αποδίδοντας την πτώση αυτή στην απόφαση που πήρε πρόσφατα η ρωσική κυβέρνηση να αυξήσει σταδιακά τα συνταξιοδοτικά όρια, από τα 60 στα 65 για τους άνδρες και από τα 55 στα 63 για τις γυναίκες.

«Ο Πούτιν είναι πραγματιστής και για τον ίδιο το σημαντικό είναι να συνεχίσει το έργο του, να υλοποιεί τις δεσμεύσεις του ως αρχηγός του κράτους και ποτέ στην περίπτωση αυτή δεν βλέπει τα ποσοστά της δημοτικότητας τους, τα συμφέροντα του κόσμου για τον ίδιο είναι πάντα υπεράνω όλων», δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Είπε μάλιστα ότι «δεν μπορώ να δραματοποιώ την κατάσταση» και πως το η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να αυξήσει τα συνταξιοδοτικά όρια είναι «ένα πολύ ευαίσθητο κοινωνικό θέμα με κοινωνική απήχηση, το οποίο όμως απαιτεί περαιτέρω λεπτομερή μελέτη».

Η κυβέρνηση του Νμτίτρι Μεντβέντεφ ανακοίνωσε στις 14 Ιουνίου, την ημέρα δηλαδή της έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλου την πρόθεση της να αυξήσει τα συνταξιοδοτικά όρια. Ωστόσο η έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλου και η δημοσιότητα που δόθηκε στο γεγονός, δεν απέσπασε την προσοχή των Ρώσων πολιτών από την μεταρρύθμιση στον τομέα των συντάξεων, αφού όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις το 90% του κόσμου είδε αρνητικά την αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων.

Τι κατέγραψαν οι δημοσκοπήσεις

Σχεδόν ταυτόχρονα δύο κέντρα δημοσκοπήσεων, το κρατικό Εθνικό Κέντρο Μελέτης της Κοινής Γνώμης (VICIOM) και το Ίδρυμα «Κοινή Γνώμη» (FOM) κατέγραψαν πτώση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου.

Το FOM ανέφερε ότι καταγράφηκε το πιο χαμηλό ποσοστό υποστήριξης προς τον Πούτιν, που είναι το 66%. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους πέντε Ρώσους αξιολογεί αρνητικά το έργο του προέδρου.

Αλλά και ως προς την πρόθεση ψήφου, η δημοτικότητα του Πούτιν έπεσε σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που είχαν καταγραφεί πριν την προσάρτηση της Κριμαίας. Δηλαδή αν γίνονταν εκλογές σήμερα θα ψήφιζε τον Πούτιν μόνο το 54%, ενώ τον Μάρτιο του 2018 θα τον ψήφιζε το 66%.

Σύμφωνα με την δημοσκόπηση του VICIOM , από τον περασμένο Μάιο η δημοτικότητα του Πούτιν έπεσε κατά 8,2%, ενώ το έργο του το εγκρίνει αυτή την στιγμή το 72,1%.

Αλλά και τα ποσοστό των Ρώσων που εγκρίνει το έργο της ρωσικής κυβέρνησης, έπεσε τον τελευταίο μήνα από το 45,4% στο 38,5%. Πριν από ενάμιση χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2016 το έργο της κυβέρνησης ενέκρινε το 61,2% των Ρώσων πολιτών.

Οι ρώσοι αναλυτές και πολιτειολόγοι αποδίδουν την έξαρση της δυσαρέσκειας αυτής στην αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων, στην αύξηση της τιμής της βενζίνης και στην αύξηση του ΦΠΑ.

«Θέμα της κυβέρνησης»

Το Κρεμλίνο ισχυρίζεται, ότι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είναι θέμα της κυβέρνησης. Ο εκπρόσωπος τύπου μάλιστα του Ρώσου προέδρου είχε αναφέρει ότι ο Ρώσος πρόεδρος κατά την διάρκεια της «απευθείας γραμμής» είχε πει ότι την απόφαση θα την λάβει η κυβέρνηση, όπως και ότι ούτε ο Πούτιν, ούτε το επιτελείο του συμμετέχουν στη σχετική με την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση συζήτηση, καθώς δεν έχει ακόμη «ολοκληρωθεί».

Ο Ρώσος αναλυτής του FOM Γκριγκόρι Κέρτμαν, θεωρεί ότι ο κόσμος αντιμετωπίζοντας συνολικά το ζήτημα ως προς το ποιος ευθύνεται για την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, θεωρεί ότι ο Πούτιν φέρει την κύρια ευθύνη γι αυτήν. «Και οι προσπάθειες που έγιναν να αποστασιοποιήσουν τον πρόεδρο από την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δεν εισακούσθηκαν από τους πολίτες, οι αριθμοί κατέγραψαν μια σημαντική δυσαρέσκεια».

Το θέμα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και δεν αποκλείεται μάλιστα να προκαλέσει διαμαρτυρίες, παρότι είναι δύσκολο όπως δηλώνει ο Κέρτμαν να κάνει από τώρα προβλέψεις. Ο ίδιος όμως θεωρεί ότι «εάν η κυβέρνηση και ο πρόεδρος μπορέσουν να εξηγήσουν τη λογική που τους ώθησε να πάρουν τέτοιες αποφάσεις και να δείξουν ότι είναι έτοιμοι για διάλογο, η μεταξύ τους εμπιστοσύνη μπορεί να επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Κόσμος Τελευταίες ειδήσεις