Ο μεν Γιάννης Στουρνάρας εκτίμησε μεν ότι η προοπτική είναι αισιόδοξη, έβαλε στην… εξίσωση και το “αλλά”, κυρίως για τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Ο δε πρόεδρος της Βουλής μίλησε για μια συμφωνία ορόσημο στο Eurogroup.
Παραδίδοντας την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος στον πρόεδρο της Βουλής, ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε πως «η προοπτική που δίνει η έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι αισιόδοξη». Κράτησε όμως τρεις επιφυλάξεις, με τη σημαντικότερη να είναι αυτή για τις προβλέψεις των πολύ υψηλών πλεονασμάτων μέχρι το 2060.
Ο διοικητής της ΤτΕ στάθηκε στα πρωτογενή πλεονάσματα καθώς, όπως είπε, «καμία χώρα στον κόσμο και πολύ περισσότερο η δική μας, δεν είχε τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα». Μάλιστα, ο Γιάννης Στουρνάρας είπε πως ίσως η μοναδική εξαίρεση να είναι οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Αλλά και γι’ αυτό, δεν ήταν… σίγουρος, όπως τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060 «θα είναι δυστυχώς το τίμημα που θα πληρώνουν δύο γενιές στο μέλλον για λάθη στην οικονομική πολιτική που έγιναν στο απώτερο αλλά και στο εγγύτερο παρελθόν».
Τόνισε, επίσης, ότι παραμένει μακρύς δρόμος. Το χρέος είναι μεν βιώσιμο αλλά παραμένει πολύ μεγάλο και πηγή επισφαλειών, υπάρχει πρόβλημα με την εξυπηρέτηση δανείων και εμποδίζει τις τράπεζες να δώσουν τα δάνεια, η ανεργία είναι επίσης ακόμα υψηλή, παρά τη μείωσή της.
Ο Νίκος Βούτσης
«Ο δημοσιονομικός χώρος, ο οποίος δημιουργείται από τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, και η νέα μεταμνημονιακή εποχή μετά τον Αύγουστο, θα προσφέρει πολύ ικανό ορίζοντα για να ασκηθούν κοινωνικές πολιτικές για ελάφρυνση των πιο ευάλωτων ομάδων πληθυσμού» υπογράμμισε ο πρόεδρος της Βουλής, παραλαμβάνοντας την έκθεση.
Ο Νίκος Βούτσης μίλησε για μία συμφωνία και απόφαση του Eurogroup «ιστορικά ορόσημο που οφείλεται, σε πολιτικές που ασκήθηκαν ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να αποτιμήσουμε θετικά ότι η χώρα βγαίνει στις αγορές σε μία κανονικότητα, παρότι τα προγράμματα αυτά εν πολλοίς εμπεριείχαν μέσα τους ισχυρό σπέρμα αδικίας και ισχυρών λαθών από πλευράς και του ΔΝΤ και των άλλων εταίρων μας».
«Δεν ήταν νομοτελειακό και καθόλου σίγουρο ότι θα είχαμε αυτή τη θετική εξέλιξη με τέτοια σαφήνεια και επάρκεια και με έγκυρο και έγκαιρο τρόπο για τη χώρα. Αυτή η στιγμή είναι πάρα πολύ σημαντική. Η χώρα βρίσκεται μπροστά στην απεμπλοκή της από τη στενή επιτήρηση και την εποπτεία. Η επιλογή, η οποία είχε γίνει και από τη κυβέρνηση και από τους θεσμούς, με τη συμφωνία δίνει ένα ικανότατο μέρος αποθεμάτων που μπορούν να εγγυηθούν απολύτως το επόμενο διάστημα, την απρόσκοπτη έξοδο της χώρας στις αγορές».
Στουρνάρας: Περισσότερα τα δικά μας λάθη
Θετική στη συμβολή της στην Οικονομία χαρακτήρισε τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου και ο Γιάννης Στουρνάρας. Όπως τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, πρώτον, εξασφαλίζει ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική σταθερότητα στο πλαίσιο μιας ενισχυμένης εποπτείας και δεύτερον, υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για την ελάφρυνση του χρέους, καθώς και η δέσμευση των εταίρων ότι θα ληφθούν -αν κριθεί σκόπιμο- και άλλα μέτρα το 2032 για περαιτέρω ελάφρυνση. «Όλα αυτά θα τα αποτιμήσουν θετικά οι αγορές» είπε.
Εξάλλου, επέμεινε ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να συνεχίσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων ενώ μίλησε για σημαντική επισφάλεια σε ό,τι αφορά τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο Γιάννης Στουρνάρας συμφώνησε με τον πρόεδρο της Βουλής πως πράγματι έγιναν λάθη από τους εταίρους μας» αλλά στη συνέχεια… διαφώνησε. Επέμεινε σε μια θέση που είχε και ως υπουργός Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης ότι «τα σημαντικότερα λάθη έχουν γίνει από την ελληνική πλευρά και θέλω να το τονίσω για να μην ξεχάσουμε γιατί φτάσαμε εδώ…».
Η έκθεση της ΤτΕ
Η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο άμεσο μέλλον υπό προϋποθέσεις, εκτιμά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα (02.07.2018) στη δημοσιότητα. Παράλληλα ο ίδιος ζήτησε από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία κρίνεται η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σε αυτό θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποφάσεις τoυ Eurogroup της 21ης Ιουνίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας, αλλά και η δέσμευσή του ότι θα λάβει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εάν υπάρξουν απρόβλεπτες, δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Τα κόκκινα δάνεια
Για τις Τράπεζες ο κ. Στουρνάρς υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεπεράσουν τους στόχους που είχαν τεθεί.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά).
Ωστόσο. παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Μεταρρυθμίσεις μέχρι τέλους
Τέλος, η ΤτΕ υπογραμμίζει στην Έκθεση την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.