Αντ’ αυτού, η Τουρκία βιώνει σήμερα μια απίστευτη κρίση ακυβερνησίας, με τους κατεξοχήν αρμόδιους, όπως ο υπουργός οικονομικών και ο κεντρικός τραπεζίτης, να κρύβονται και την κορυφή του κράτους να εμφανίζεται παράλυτη και δίχως σχέδιο αντιμετώπισης της σοβούσας οικονομικής κρίσης.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε όλα τα λάθος πράγματα και κατάφερε να μετατρέψει σε αδιέξοδο μια, έτσι κι αλλιώς, δύσκολη κατάσταση. Η λίρα κατρακυλά, τα επιτόκια του δημοσίου χρέους εκτοξεύονται, η πίεση στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις με δάνεια σε ξένο νόμισμα αυξάνει και ο πληθωρισμός καλπάζει. Η Τουρκία χρειάζεται 200 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για την επαναχρηματοδότηση του εξωτερικού της χρέους, την ώρα που το έλλειμμα στο εξωτερικό της ισοζύγιο παραμένει αρκετά πάνω από το 5% του ΑΕΠ.
Η Τουρκία δεν έχει υιοθετήσει ένα σύστημα σταθερής ισοτιμίας. Προτίμησε τη δυνατότητα διακύμανσης της λίρας για να αποφύγει μια δραματική υποτίμηση. Η διακύμανση, ωστόσο, έχει οδηγήσει σε μια διολίσθηση δίχως τέλος, η οποία δημιούργησε μια πρωτοφανή κρίση σε αργή κίνηση που ξετυλίγεται λίγο-λίγο εδώ και μήνες και που τις τελευταίες μέρες φαίνεται να επιταχύνεται, με κίνδυνο να τεθεί εκτός ελέγχου.
Αν και υπάρχει ακόμα κάποιος χρόνος, αυτός εξαντλείται, και ο λογαριασμός διαρκώς ανεβαίνει. Θα πρέπει, καταρχήν, να αποκατασταθεί άμεσα η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και να της επιτραπεί να αυξήσει τα επιτόκια προκειμένου να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στους επενδυτές ότι η νομισματική και η συναλλαγματική πολιτική της Τουρκίας αποκτά εκ νέου τη χαμένη της αξιοπιστία. Αυτό άλλωστε έκανε και ο Βλαντιμίρ Πούτιν και κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα το 2014, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την πτώση της τιμής του πετρελαίου αλλά και τις σκληρές δυτικές κυρώσεις εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης.
Επιπλέον, ο Ερντογάν θα πρέπει να ξαναδιαβάσει τη διεθνή συγκυρία και να βρει τρόπο να εκτονώσει την κρίση με τις Η.Π.Α., η οποία έχει επιβαρύνει το οικονομικό κλίμα. Αυτή τη στιγμή στην Ουάσιγκτον έχουν στραφεί εναντίον της Τουρκίας τρία πανίσχυρα λόμπι: οι Ευαγγελιστές με προεξάρχοντα τον Αμερικάνο Αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, εξαιτίας της συνεχιζόμενης κράτησης του Ευαγγελιστή πάστορα Άντριου Μπράνσον, αλλά και το φιλο-ισραηλινό και το φιλο-σαουδαραβικό (τα οποία επί του παρόντος συνεργάζονται αλλά δεν ταυτίζονται), με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, εξαιτίας της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Αν για την αποσυμφόρηση της πίεσης των Αμερικάνων Ευαγγελιστών η λύση είναι απλή και συνίσταται στην απελευθέρωση του Μπράνσον, τα υπόλοιπα είναι πιο περίπλοκα, μιας και αφορούν μακροπρόθεσμες στρατηγικές επιλογές.