Το απολίθωμα του… σαρκοβόρου “πιράνχας” εντοπίστηκε από τους παλαιοντολόγους στη νότια Γερμανία. Πρόκειται για ένα μικρό ψάρι, με μυτερά και κοφτερά σαν ξυράφι δόντια, το οποίο έμοιαζε πολύ με τα σημερινά πιράνχας.
Το Piranhamesodon pinnatomus, όπως ονομάσθηκε, είναι το αρχαιότερο γνωστό σαρκοβόρο ψάρι με σκελετό από κόκαλα (αντίθετα με τα ψάρια που έχουν χόνδρινο και όχι οστέινο σκελετό, όπως οι καρχαρίες). Ζούσε πριν από 152 εκατομμύρια χρόνια παράλληλα με τους δεινόσαυρους και εκτιμάται ότι τρομοκρατούσε τις ρηχές θάλασσες της Ιουρασικής περιόδου, όπως σήμερα κάνουν τα πιράνχας.
Είχε μήκος μόλις εννέα εκατοστών, αλλά μπορούσε να κόβει κομματάκι-κομματάκι τη λεία του, όντας ικανό να επιτίθεται σε μεγαλύτερα, από το ίδιο, ψάρια. Η περιοχή όπου βρέθηκε, στη σημερινή Βαυαρία, ήταν τότε μια ρηχή τροπική θάλασσα με κοραλλιογενείς υφάλους.
Τα σημερινά πιράνχας είναι ψάρια του γλυκού νερού που ζουν κυρίως στις λίμνες και στα ποτάμια της Νότιας Αμερικής, όπως ο Αμαζόνιος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Γερμανίδα παλαιοντολόγο Μαρτίνα Κελμπλ-Έμπερτ του Μουσείου Άιχστετ του Ιούρα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας “Current Biology”, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και το BBC, βρήκαν το απολίθωμα στην ίδια βαυαρική περιοχή όπου είχε ανακαλυφθεί ο Αρχαιοπτέρυξ, το αρχαιότερο γνωστό πουλί.
Εκεί κοντά ανακαλύφθηκαν επίσης απολιθώματα ψαριών που είχαν πέσει θύματα του αρχαίου σαρκοβόρου ψαριού, καθώς έφεραν χαρακτηριστικές δαγκωματιές. Παρά την ομοιότητα πάντως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το Piranhamesodon pinnatomus, που ανήκει στην οικογένεια των πυκνοδοντιδών, δεν πρέπει να θεωρηθεί πρόγονος του πιράνχα, ούτε καν στενός συγγενής του, αφού τα αρχαιότερα γνωστά πιράνχας ζούσαν πριν περίπου 15 εκατομμύρια χρόνια.
Η περίπτωσή του αποτελεί τυπικό παράδειγμα αυτού που οι εξελικτικοί βιολόγοι ονομάζουν «συγκλίνουσα εξέλιξη», όταν δηλαδή οι οργανισμοί αποκτούν -ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο- παρεμφερή χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα της προσαρμογής τους σε παρόμοιες συνθήκες του περιβάλλοντος.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ