Οι δηλώσεις του Ζάεφ δεν θα έπρεπε να προκαλούν καμία έκπληξη. Για όσους έχουν προσεκτικά διαβάσει τη συμφωνία ήταν εντελώς προβλέψιμες και αναμενόμενες. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ζάεφ είχε μιλήσει για Έλληνες και Μακεδόνες στην τελετή υπογραφής της συμφωνίας, τον περασμένο Ιούνιο, όντας εντός Ελλάδας, παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού και του ΥΠΕΞ, χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί. Είναι, τουλάχιστον, περίεργο, αν όχι υποκριτικό, οι τότε δηλώσεις του Ζάεφ να είναι θεμιτές αλλά οι σημερινές να είναι επικριτέες.
Τι πραγματικά συμβαίνει; Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η συμφωνία, η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να προκαλέσει σύγχυση και να συσκοτίσει βασικές παραμέτρους της, κατηγορώντας τους επικριτές της συλλήβδην ως εθνικιστές. Βασικό κυβερνητικό επιχείρημα είναι το δικαίωμα αυτο-προσδιορισμού κάθε λαού, κάτι το οποίο η υπογραφείσα συμφωνία δεν θα μπορούσε παρά να σεβαστεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γείτονές μας γαλουχήθηκαν να πιστεύουν ότι είναι Μακεδόνες. Και ότι θα συνεχίσουν να το πιστεύουν και να το λένε, ότι κι αν πιστεύουμε εμείς. Και, επιπλέον, θα μπορούσε να πει κανείς, ο περισσότερος κόσμος στο εξωτερικό, χωρίς να πολυσκοτίζεται με τις ιστορικές λεπτομέρειες, έτσι θα τους θεωρεί.
Το ζήτημα δεν είναι να γίνουμε όλοι ιστορικοί, γλωσσολόγοι ή εθνολόγοι, όπως διάφοροι, συνήθως άσχετοι, δημοσιολογούντες στη χώρα μας επιχειρούν. Το κρίσιμο είναι να κατανοήσουμε τις πολιτικές και νομικές συνέπειες του τι υπογράψαμε και τους κινδύνους, αν υπάρχουν, που προκύπτουν από αυτή την υπογραφή.
Η συμφωνία δεν σέβεται το δικαίωμα του αυτο-προσδιορισμού για τον απλούστατο λόγο ότι επιχειρεί να έτερο-προσδιορίσει τη γλώσσα και την εθνικότητα των γειτόνων μέσω μιας διεθνούς συνθήκης. Το ερώτημα είναι γιατί ο Ζάεφ επέμενε η συμφωνία να υπεισέλθει στο ζήτημα του προσδιορισμού της γλώσσας και της εθνικότητας και, κατά συνέπεια, της εθνικής ταυτότητας του λαού του; Γιατί έπρεπε η Ελλάδα να δεσμευτεί για το ζήτημα αυτό; Γιατί η ΠΓΔΜ θέλει την Ελλάδα να δεσμευτεί σε αυτό; Και, βέβαια, γιατί η ελληνική ηγεσία δέχτηκε να δεσμευτεί σε αυτό;
Μπορεί να φανταστεί κανείς την Ελλάδα να ζητά από μια γειτονική της χώρα να αναγνωρίσει ότι η γλώσσα του λαού της είναι η ελληνική; Πέρα από την ανασφάλεια που η επιμονή της ΠΓΔΜ δηλώνει, υπάρχει το πολύ πρακτικό και απτό πολιτικό και νομικό ζήτημα της ελληνικής δέσμευσης. Η ελληνική δέσμευση δεν αφορά το τι θα κάνουν τα Σκόπια στο εσωτερικό τους. Γι’ αυτό δεν χρειάζονταν τη συναίνεση της Αθήνας. Ότι κάνανε δεκαετίες, θα συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον. Η ελληνική δέσμευση αφορά το τι κάνει η Αθήνα εντός Ελλάδας και, ειδικά, στη βόρεια περιοχή της, όπως αποκαλεί την ελληνική Μακεδονία η συμφωνία.
Με άλλα λόγια, οι διατάξεις της συμφωνίας περί μακεδονικής γλώσσας δεν αφορούν το δικαίωμα αυτο-προσδιορισμού του λαού της ΠΓΔΜ. Αφορούν την πολιτική και νομική αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας εντός Ελλάδας. Για τους επικριτές της συμφωνίας, μια τέτοια αναγνώριση είναι το προοίμιο ανακίνησης μειονοτικού ζητήματος στην ελληνική Μακεδονία. Κι εδώ έγκειται το μεγάλο παράδοξο της συμφωνίας: αντί να ενταφιάζει τους άγονους αλυτρωτισμούς, που ταλαιπώρησαν τα Βαλκάνια για δεκαετίες, και να επιλύει το πρόβλημα, το συντηρεί και το περιπλέκει. Και όλα αυτά, πριν καν αρχίσει να λειτουργεί η επιτροπή για τα σχολικά βιβλία, που η συμφωνία προβλέπει, και στην οποία θα τεθούν, με βεβαιότητα, ζητήματα ελληνικού εθνικισμού.
Τίποτα από όλα αυτά δεν χρειαζόταν. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει συναίνεση στα ζητήματα ταυτότητας και από τη στιγμή που οι πολιτικές ηγεσίες δεν θέλουν να τα οξύνουν και να προκαλούν, θα έπρεπε να περιοριστούν στην επίλυση του ονοματολογικού του κράτους, στη βάση ενός έντιμου συμβιβασμού μη μονοπώλησης του ονόματος της Μακεδονίας από καμία πλευρά, με επιπλέον αντάλλαγμα για την ΠΓΔΜ, όχι απλώς τη διευκόλυνση αλλά και την προώθηση της ευρω-ατλαντικής της πορείας από την Ελλάδα.