Η συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης θα ξεκινήσει την Τρίτη και η ψηφοφορία θα γίνει την Πέμπτη. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση αναμένεται να καταθέσει στη Βουλή και τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Σύνταγμα και Κανονισμός της Βουλής αποτυπώνουν το πλαίσιο της πρότασης εμπιστοσύνης. Το άρθρο 84 του Συντάγματος “Εμπιστοσύνη της Βουλής – Αρχή της δεδηλωμένης” διατυπώνει την κοινοβουλευτική αρχή. Δηλαδή ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αναλαμβάνει και ασκεί νομίμως τα καθήκοντά της, μόνον και καθόσον έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. H κυβέρνηση που ορκίζεται μετά τις εκλογές, παίρνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Παίρνει δηλαδή τη δεδηλωμένη.
Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε από την κυβέρνηση, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία.
Η αντιπολίτευση από την πλευρά της μπορεί να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας, η οποία αποτελεί το πιο ισχυρό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου στη διάθεση της αντιπολίτευσης. Τίθεται, ωστόσο, ένας χρονικός περιορισμός στη θεσμική δυνατότητα της αντιπολίτευσης να ασκήσει το έσχατο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, την πρόταση δυσπιστίας. Με τον τρόπο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης θέλει να αποτρέψει κατάχρηση της πρότασης δυσπιστίας που θα παρακωλύει το κυβερνητικό έργο. Γι΄αυτό προβλέπεται ότι πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε μια προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας.
Ως προς τη διαδικασία, η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Αν όμως μια πρόταση δυσπιστίας στηρίζεται από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε κατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί και πριν την πάροδο εξαμήνου, αφού σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται σίγουρο ότι θα ευδοκιμήσει.
Η συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης ή την πρόταση μομφής
Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση. Η τελευταία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για 48 ώρες αν το ζητήσει η κυβέρνηση.
Πρόταση εμπιστοσύνης γίνεται δεκτή με την πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 120 θετικές ψήφους. Στην περίπτωση που η κυβέρνηση στηριχθεί στη θετική ψήφο λιγότερων των 151 βουλευτών (δηλαδή από 120 έως 150 βουλευτών), τότε έχουμε κυβέρνηση “ανοχής”. Ο Αλέξης Τσίπρας, πάντως, έχει ξεκαθαρίσει ότι σε αυτή την περίπτωση, εν ευθέτω χρόνο και συντεταγμένα, θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές.
Αντίθετα, για να γίνει δεκτή μια πρόταση δυσπιστίας απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή απαιτείται τουλάχιστον 151 βουλευτές να ψηφίσουν κατά της κυβέρνησης.
Το Σύνταγμα επιδιώκει την κυβερνητική σταθερότητα, γι΄αυτό προβλέπει διαφορετικές πλειοψηφίες που επιτρέπουν την επιβίωση μιας κυβέρνησης, έστω και με την ανοχή κάποιων βουλευτών.
Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής, η κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής με γραπτή ή προφορική δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή. Η ψηφοφορία για την ψήφο εμπιστοσύνης είναι ονομαστική.
Εν προκειμένω και με βάση την επικαιρότητα, η αποχώρηση των Ανεξάρτητων Ελλήνων από την κυβέρνηση (σ.σ. μέχρι στιγμής ο Πάνος Καμμένος υπέβαλε παραίτηση και έγινε δεκτή από τον πρωθυπουργό) δεν σημαίνει κάτι με βάση το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, εφόσον η κυβέρνηση συνεχίζει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Είναι ζήτημα πολιτικό και όχι ένα ζήτημα συνταγματικής ερμηνείας. Η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει ως κυβέρνηση ανοχής.