Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1884 και πέθανε το 1966 πάλι στην Πάτρα, στα 82 του, αφού για πολλά χρόνια έζησε και διέπρεψε στην Αμερική. Ήταν από τους πιο διάσημους Έλληνες αθλητές στον κόσμο, λατρεύτηκε στη χώρα μας και ειδικώς στη γενέτειρα του.
Πρωταθλητής Ελλάδας για πολλά χρόνια, ολυμπιονίκης στη μεσολυμπιάδα του 1906, κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ για δέκα ολόκληρα χρόνια, κατέκτησε συνολικά 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 έπαθλα στην ελεύθερη πάλη, στο κατς όπως το έλεγαν στην Αμερική. Στη λαϊκή γλώσσα το επίθετο του έγινε συνώνυμο του ανθρώπου με πελώριες διαστάσεις και ασύλληπτη δύναμη. Ήταν ο περίφημος Δημήτρης Τόφαλος.
Ίσως το μεγαλύτερο απ’ όλα του τα κατορθώματα ήταν το γεγονός ότι έκανε αυτή τη φοβερή καριέρα όντας ανάπηρος. Στα 12 χρόνια του, παρασύρθηκε από βαγόνι τραίνου που διέλυσε το χέρι του. Οι γιατροί αποφάσισαν να του κόψουν, όμως ο πατέρας του δεν έδωσε την άδεια και ανέλαβε την ευθύνη για την πιθανότητα θανάτου του παιδιού. Το χέρι έγινε τελικά καλά, έμεινε όμως εμφανώς μικρότερο από το άλλο.
Κι όμως αυτό δεν τον εμπόδισε τρία χρόνια αργότερα να γραφτεί στη Γυμναστική Ένωση Πατρών και το 1904 να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο έσπασε στη μεσολυμπιάδα με 142,5 κιλά, το οποίο κράτησε ως το 1914. Η μεγάλη του ατυχία ήταν στην Ολυμπιάδα του Σαιν Λούις όπου θα ήταν σίγουρος νικητής, αλλά κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού αρρώστησε. Αναγκάστηκε να μείνει στην Αμβέρσα του Βελγίου, για να μπει στο νοσοκομείο.
Πάμφτωχος παρά τις νίκες του, ξενιτεύεται στην Αμερική, τη γη της επαγγελίας τότε. Εκεί ασχολήθηκε με το επαγγελματικό κάτς, γεμίζοντας μεγάλα στάδια μέσα στα οποία αντιμετώπιζε διάσημους παλαιστές της εποχής. Παράλληλα εντάχθηκε στην αθλητική σώου μπιζ της Αμερικής που περιείχε μονομαχίες, σκληρές δηλώσεις πριν τους αγώνες, χρηματικά έπαθλα και στοιχήματα, συνεντεύξεις σε εφημερίδες με προκλήσεις και όλη αυτή την προσοδοφόρα σάλτσα που συνόδευε την επαγγελματική αθλητική δραστηριότητα.
Ο Δημήτρης Τόφαλος έγινε διάσημος όχι μόνο για τις νίκες του αλλά και για το πείσμα του. Στη αναμέτρηση του με τον παγκόσμιο πρωταθλητή του κάτς Φράνκ Γκότζ, συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το τέλος όλων των γύρων σφαδάζοντας απ’ τους πόνους, καθώς ο αντίπαλος του με μια λαβή του είχε σπάσει το χέρι.
Μετά από την αποχώρηση του από τους αγώνες, έγινε μάνατζερ του άλλου διάσημου Έλληνα κατσέρ και παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών, του Τζίμ Λόντου. Ο Τόφαλος τον συνόδευσε στην Αθήνα το 1928, όπου ο Λόντος έδωσε μπροστά σε εξήντα χιλιάδες θεατές που είχαν κατακλύσει το Kαλλιμάρμαρο, αγώνα εναντίον του αήττητου ως τότε Πολωνοαμερικανού πρωταθλητή Ευρώπης Κάρλ Σμπύσκο. Ο Τόφαλος ήταν διαιτητής στον αγώνα, όπου ο Λόντος νίκησε δίχως δυσκολία.
Όσα χρόνια ήταν στην Αμερική, οι ομογενείς στήριξαν τον Τόφαλο και οι ελληνικές εφημερίδες φούντωναν τον μύθο του. Το 1952 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου πέθανε το 1966. Η γενέτειρα του έδωσε το όνομα του σε κεντρικό δρόμο της και σ’ ένα κλειστό γυμναστήριο. Στα γηρατειά του, ο Δημήτρης Τόφαλος αναθυμόταν συχνά τις μέρες της δόξας του, όταν 6.000 Πατρινοί τον υποδέχτηκαν ως Ολυμπιονίκη το 1906, στον ίδιο σιδηροδρομικό σταθμό που δώδεκα χρόνια νωρίτερα είχε δει το χέρι του να διαλύεται από ένα βαγόνι που έπεσε πάνω του.
Οι περισσότεροι Έλληνες πάντως που χρησιμοποιούν τη φράση «αυτός είναι τόφαλος», δίχως να το ξέρουν μνημονεύουν έναν διαπρεπή Έλληνα.
Μία σταγόνα ιστορία – Διαβάστε επίσης
Γραμμή Μαζινό: Το μεγαλύτερο αμυντικό φιάσκο
Ένας Κολοκοτρώνης που (επίτηδες) ξεχάσαμε
Ο πρώτος νεκρός της ελλην
Γαλέρες, τα πλωτά κολαστήρια
Μοναχοί, άρρωστοι, κομπογιαννίτες