Δύο κρίσιμοι παράμετροι στην λαϊκιστική εξέγερση εναντίον των ελίτ σήμερα είναι ο ρόλος των μίντια και της δημοκρατίας. Η αποκέντρωση της πληροφόρησης μέσω των σύγχρονων κοινωνικών δικτύων στο ίντερνετ έχει επιτρέψει τον συντονισμό, την έκφραση και τη βίωση της δυσαρέσκειας σε έναν ανεπανάληπτο και, ακόμα, όχι πλήρως αντιληπτό βαθμό.
Η σημερινή είναι η γενιά των αγανακτισμένων που μπορούν εύκολα να συντονιστούν για να διαμαρτυρηθούν, όπως, για παράδειγμα, συνέβη με την αραβική άνοιξη το 2011.
Το διαδίκτυο επιτρέπει την έκφραση της αγανάκτησης μέσα από τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, συνωμοσιών, αντι-επιστημονικών δοξασιών, και τη διάχυση ακόμα και μιας κρατικά εκπορευόμενης προπαγάνδας, όπως έχει κατηγορηθεί ότι κάνει η Ρωσία σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις στη Δύση.
Τέλος, η σημερινή γενιά βλέπει και συγκρίνει τη δική της κατάσταση με τον εξωφρενικό πλούτο κάποιων ελίτ, με έναν τρόπο που ήταν αδιανόητος στο παρελθόν και που δεν συντονίζει ή επιτρέπει απλά την έκφραση αλλά στην ουσία παράγει την ίδια την αγανάκτηση.
Τέλος, κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό, πέρα από τους κινδύνους και την κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς στον λαϊκισμό, αξίζει να γίνει κατανοητή μια βαθύτερη αλήθεια. Η δημοκρατία βασίζεται στη σύγκρουση και τον ανταγωνισμό. Η δημοκρατία στη Δύση, ιδίως μετά το 1989, είχε χάσει, σε μεγάλο βαθμό, τα ανταγωνιστικά της στοιχεία.
Η σύγκλιση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, όπως εκφράστηκε από ηγέτες όπως ο Μπιλ Κλίντον, ο Τόνυ Μπλαιρ αλλά, ακόμα, και η Άνγκελα Μέρκελ σήμερα, η οποία συνεργάζεται για τρίτη κυβερνητική θητεία με τους Σοσιαλδημοκράτες, κατέστησαν την πολιτική βαρετή, προβλέψιμη και αδιάφορη για τους πολλούς.
Επικράτησε η άποψη ότι οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές είναι δεδομένες και δεν επιδέχονται αλλαγής: παγκοσμιοποίηση, οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η τρέχουσα λαϊκιστική εξέγερση ξαναφέρνει την πολιτική στο προσκήνιο και επισημαίνει το γεγονός ότι η ψήφος μετράει. Ποτέ στο παρελθόν δεν ψήφισαν τόσοι πολλοί με τόσο πάθος στη Μεγάλη Βρετανία όσο στο δημοψήφισμα για το Brexit.
Όσο μιλάμε για δυτικές δημοκρατίες με ισχυρούς θεσμούς που μπορούν να αντέξουν τη λαϊκιστική πίεση, ο λαϊκισμός μπορεί να αποτελεί και μια αφύπνιση για την αναζωογόνηση των δημοκρατιών μας, την είσοδο νέων παικτών και, κυρίως, επιχειρημάτων και ιδεών στην πολιτική.
Μετά από τρεις αδιάφορες προεδρίες, των Σιράκ, Σαρκοζύ και Ολάντ, ο Εμμανουέλ Μακρόν αντιπροσωπεύει για τη γαλλική πολιτική σκηνή μια ανανέωση και ελπίδα. Αυτό είναι άλλωστε και το στοίχημα στις προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές.
Τα συστημικά κόμματα οφείλουν να ανασκουμπωθούν και να δώσουν την πολιτική μάχη ανανεωμένα στην κατεύθυνση αυτή και όχι απλά να μεμψιμοιρούν για το κακό που μας βρήκε. Προς το παρόν, ο μόνος που δείχνει να το προσπαθεί, με όλη του την υπεροψία, είναι ο Μακρόν.