Ανάμεσα στις ηρωικές μορφές του θαλάσσιου αγώνα του 1821, οι περίφημοι μπουρλοτιέρηδες κατείχαν από τότε μια ξεχωριστή θέση. Ο αγωνιζόμενος ελληνικός λαός τους αγάπησε πολύ, η Ευρώπη τους θαύμασε όσο κανέναν άλλον και η ελληνική ιστορία τους τίμησε με τον τρόπο που έπρεπε. Ο λόγος ήταν ολοφάνερος: Αυτό που έκαναν εκείνα τα παλικάρια, με εντυπωσιακά μάλιστα αποτελέσματα, ήταν ο ορισμός της αποστολής αυτοκτονίας.
Έπαιρναν ένα μικρό, παλιό μετασκευασμένο σκαφάκι γεμάτο εκρηκτικά, ορμούσαν μέσα στα όλα εναντίον τεραστίων πολεμικών καραβιών, φρεγατών και κανονιοφόρων, περνούσαν μέσα από καταιγισμό σφαιρών που τους έριχναν, έφταναν στα πελώρια σκαριά, κολλούσαν πάνω τους με γάντζους, έβαζαν φωτιά στο σκάφος τους και απομακρύνονταν με μια βαρκούλα που έσερναν πίσω τους. Η έκρηξη στο πυρπολικό μετέδιδε την φωτιά στο τουρκικό μεγαθήριο, οι ίδιοι οι πυρπολητές όμως πόσες πιθανότητες είχαν να γλυτώσουν σε μια τέτοια αποστολή; Γι αυτό και όταν πολύ αργότερα ρώτησαν τον Κανάρη, πως κατάφερε να κάψει με το πυρπολικό του την τούρκικη ναυαρχίδα στην Χίο, απάντησε: Σκέφτηκα απλώς «Κωνσταντή, απόψε θα πεθάνεις».
Κι όμως, η αψηφισιά των Ελλήνων και η απαράμιλλη ναυτική του τέχνη, μετέτρεψαν αυτές τις αποστολές αυτοκτονίας σε εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο. Στην διάρκεια του αγώνα του ’21, έγιναν 58 επιθέσεις με ελληνικά πυρπολικά, από τις οποίες 39 πέτυχαν να κάψουν το αντίπαλο καράβι και μόλις 19 απέτυχαν. Γι αυτό και μπουρλοτιέρηδες όπως ο Κανάρης ή ο Παπανικολής έγιναν από τους διάσημους και σεβάσμιους αγωνιστές της επανάστασης. Βεβαίως αυτοί ήταν οι αρχηγοί και οι εμπνευστές, όμως όλο το πλήρωμα έπαιζε την ζωή του κορώνα γράμματα σ’ αυτές τις αποστολές.
Τα πυρπολικά, που ήταν παλιά καΐκια που τα μετασκεύαζαν ειδικά γι αυτό τον σκοπό, έφτασαν να έχουν μέχρι και 25 άτομα πλήρωμα. Πέραν του αρχηγού που έμενε τελευταίος στο σκάφος κι έβαζε φωτιά πριν πηδήξει στην βάρκα, σημαντικότατος ήταν επίσης ο πηδαλιούχος, καθώς οι δικές του μανούβρες έφερναν το σκαφάκι γρήγορα και με ακρίβεια στα πλαϊνά του στόχου. Γι αυτό και όλοι οι ναύτες από τα καταστρώματα, τον πηδαλιούχο κυρίως και τον αρχηγό πυροβολούσαν για να εξουδετερώσουν το πυρπολικό που ερχόταν κατά πάνω τους.
Από τους πιο γνωστούς πηδαλιούχους του αγώνα ήταν Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ή Καραβόγιαννης, που ήταν περιζήτητος από τους αρχηγούς των πυρπολητών, καθώς ποτέ δεν του χρειάστηκε να κάνει δεύτερη μανούβρα για να κολλήσει στο εχθρικό καράβι, ό,τι καιρό κι αν αντιμετώπιζε. Αυτός ήταν πηδαλιούχος και του Παπανικολή όταν έγινε η πρώτη πυρπόληση στη Ερεσό και του Κανάρη όταν έκαψε την ναυαρχίδα του Καρά Αλή στη Χίο. Κι όμως ο Καραβόγιαννης ήταν στεριανός, είχε γεννηθεί στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Απλώς μικρός έφυγε για την Ύδρα και στην συνέχεια στα Ψαρά όπου εγκαταστάθηκε. Εκεί έμαθε τη ναυτική τέχνη.
Πανύψηλος και ατρόμητος, πήρε μέρος σε δεκάδες επιδρομές με πυρπολικά σ’ όλο το Αιγαίο. Εκτός από τον θαλασσινό αγώνα, πήρε μέρος και σε στεριανές μάχες στην Πελοπόννησο. Μετά το τέλος του αγώνα δεν αναγνωρίστηκε όπως του έπρεπε. Πέθανε άσημος και πάμφτωχος στην Αθήνα σε μεγάλη ηλικία. Το ελληνικό κράτος του χρωστούσε για τις υπηρεσίες του 5521 γρόσια και 11194 φοίνικες, χρήματα που δεν πήρε ποτέ. Ούτε αξιώματα πήρε ποτέ. Σήμερα, ένα ηρώο στην γενέτειρα του κι ένας πίνακας που τον απεικονίζει ως σημαιοφόρο του Κανάρη, θυμίζουν την προσφορά του. Υπάρχει και φωτογραφία του που τραβήχτηκε σε προχωρημένη ηλικία, λίγο πριν πεθάνει, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Ελλάδας.