Η κυβερνητική παράταξη έχασε την πρωτεύουσα Άγκυρα και παλεύει για τη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, την Κωνσταντινούπολη. Η Σμύρνη παρέμεινε στα χέρια της αντιπολίτευσης όπως συνήθως.
Τα παράλια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, η Θράκη και η περιοχή της Άγκυρας και του Εσκί Σεχίρ αποδοκίμασαν τον Ερντογάν. Η Μαύρη Θάλασσα, η εσωτερική Μικρά Ασία και η νοτιοανατολική Τουρκία, με εξαίρεση τις επιτυχίες του κουρδικού κόμματος, στήριξαν την κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα οφείλεται στην οικονομική κρίση που πλήττει την Τουρκία. Η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν βασίστηκε στην οικονομική ανάπτυξη. Πράγματι, από την έλευσή του στην εξουσία το 2002, η Τουρκία έχει αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 5%.
Όμως, τον τελευταίο χρόνο, βιώνει την κρίση, με διολίσθηση της λίρας, άνοδο του πληθωρισμού και των επιτοκίων και ύφεση. Επιπλέον, πολλοί Τούρκοι δυσανασχετούν με την πόλωση, τις διώξεις και τον αυταρχισμό του Ερντογάν, μετά από 17 χρόνια στο τιμόνι της χώρας.
Το αποτέλεσμα δείχνει ότι ο Ερντογάν είναι ευάλωτος. Όμως, μπορεί να κοιμάται ήσυχος, όσο η αντιπολίτευση αδυνατεί να ανασυγκροτηθεί και να ανανεωθεί. Η σημερινή Τουρκία έχει πολύ αλλάξει σε σχέση με την Τουρκία του 2002.
Τα ανερχόμενα αστικά στρώματα επιζητούν μια σύγχρονη πολιτική έκφραση αλλά το τουρκικό πολιτικό σύστημα δείχνει μπλοκαρισμένο μεταξύ του ισλαμο-εθνικισμού του Ερντογάν και της αρτηριοσκλήρωσης των Κεμαλιστών.
Οι εκλογές, ωστόσο, ήταν τοπικές. Σημαντικές μεν αλλά τοπικές. Η κυβέρνηση δεν έχει άλλη αναμέτρηση μπροστά της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Τώρα έχει όλον τον χρόνο και την άνεση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξυγίανση της οικονομίας. Όσο το καθυστερεί, τόσο η κρίση θα επανέρχεται σφοδρότερη.
Η Τουρκία παραμένει μια διχασμένη χώρα. Ο Ερντογάν έχει από καιρό αποφασίσει να κυβερνήσει με τη μισή Τουρκία και για τη μισή Τουρκία. Ταυτόχρονα, η νίκη της αντιπολίτευσης σε κρίσιμους δήμους αποδεικνύει ότι η δημοκρατία στη Τουρκία δεν έχει σβήσει τελείως. Κι αυτό δεν κάνει κακό για το διεθνές προφίλ του Ερντογάν.