Κάθε φορά που μπαίνει στον δημόσιο διάλογο η υπόθεση της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, θυμόμαστε μια γοητευτική ιστορία που υπήρχε και στα σχολικά μας βιβλία. Διαδραματίστηκε –μάθαμε- κατά τη διάρκεια της επανάστασης του ’21, όταν οι Έλληνες πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Ένα πρωί οι Έλληνες πολιορκητές είδαν έκπληκτοι τους Τούρκους να είναι σκαρφαλωμένοι πάνω στα αρχαία μνημεία και με τα σπαθιά τους να τα καταστρέφουν. Έστειλαν μια αντιπροσωπεία που ρώτησε τους πολιορκημένους γιατί κάνουν τέτοιο κακό και οι Τούρκοι τους απάντησαν ότι τους είχε τελειώσει το μολύβι με το οποίο έφτιαχναν τις σφαίρες για τα καριοφίλια τους. Επειδή λοιπόν ο εσωτερικός αρμός κάθε αρχαίας κολώνας στηριζόταν με μολύβι που είχαν τοποθετήσει εκεί οι τεχνίτες, οι Τούρκοι διέλυαν τις κολώνες για να εξοικονομήσουν λίγες μολυβένιες σφαίρες.
Οι Έλληνες τότε, συμφώνησαν ομόφωνα να στείλουν βαρέλια με μολύβι στους Τούρκους, για να πάψουν αυτοί να καταστρέφουν τα αρχαία μνημεία. Αυτό λέει η ιστορία, την οποία οι Έλληνες επίσημοι έχουν χρησιμοποιήσει ουκ’ ολίγες φορές σε ομιλίες τους για την επιστροφή των γλυπτών, με μόνιμο επιμύθιο «οι Έλληνες προτίμησαν να δώσουν στους βαρβάρους τις σφαίρες με τις οποίες θα τους σκότωναν, παρά να δουν τον Παρθενώνα να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια τους.»
Το εκπληκτικό και συγκινητικό για κάθε Έλληνα αυτό περιστατικό, δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές πηγές της επανάστασης, ούτε αναφέρεται σε απομνημονεύματα αγωνιστών ή αυτοπτών μαρτύρων. Κανένας δε ξέρει πότε και από ποιόν άρχισε να διαδίδεται, ήταν όμως τόσο ισχυρός ο συμβολισμός και το ηρωικό στοιχείο που διαπερνούσε αυτή την ιστορία, ώστε μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα σε προφορική παράδοση.
Στον επίσημο δημόσιο λόγο, η διήγηση αυτή πρωτοεμφανίστηκε στην ομιλία που έκανε το 1863 ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, στην κηδεία του Κυριακού Πιττάκη, πρώτου εφόρου αρχαιοτήτων του ελληνικού κράτους. Τον επικήδειο μετέφερε ο Μανώλης Ανδρόνικος στο βιβλίο του «ιστορία και ποίηση». Στις διηγήσεις αυτές, καπετάνιος των πολιορκητών Ελλήνων που πήρε και την απόφαση να στείλει το μολύβι στου Τούρκους αναφέρεται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γεγονός που επιτείνει την άποψη ότι πρόκειται για ρομαντική επινόηση. Ο Ανδρούτσος, στην πρώτη πολιορκία της Ακρόπολης το 1821-22 δεν ήταν στην Αθήνα και στην δεύτερη είχε ήδη δολοφονηθεί.
Αντιθέτως, είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη η διαταγή της επαναστατικής κυβέρνησης προς τον φιλέλληνα πυροβολητή Ολιβιέ Βουτιέ που το 1822 είχε στήσει δυο κανόνια στου Φιλοπάππου, να προσέξει ώστε να μην καταστρέψει με τα βόλια του τις αρχαιότητες. Το αναφέρει ο ίδιος ο Βουτιέ στα απομνημονεύματα του, όπου όμως λέει επίσης ότι οι απλοί Έλληνες αγωνιστές άρχισαν τις διαμαρτυρίες λέγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να έχουν κανόνια και να μην τα χρησιμοποιούν αφήνοντας τους Τούρκους να τους σκοτώνουν. Εκεί ο Βουτιέ αναφέρει ότι οι αντιστάσεις του κάμφθηκαν βλέποντας ότι έτσι κι αλλιώς οι Τούρκοι κατέστρεφαν τον Παρθενώνα αναζητώντας το μέταλλο που υπήρχε ανάμεσα στους αρμούς των κιόνων.
Φαίνεται ότι αυτό το έκαναν και δικοί μας σε αρχαιότητες λιγότερο σημαντικές και διατηρημένες όπως μισογκρεμισμένα ρωμαϊκά υδραγωγεία και μοναχικές κολώνες εδώ κι εκεί, αλλά ειδικά με τον Παρθενώνα, την Πύλη του Αδριανού και τις στήλες του Ολυμπίου Διός οι αγωνιστές του ‘21 ήταν πολύ δεμένοι και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τα προστατεύσουν. Αν και δεν ήξεραν τίποτα για την ιστορία και μόνο η μεγαλοπρέπεια και η ομορφιά των μνημείων θάμπωναν εκείνους τους απλούς ανθρώπους που ένιωθαν περήφανοι επειδή οι πρόγονοι τους έχτιζαν τέτοια παλάτια.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.