Κι ύστερα γέμισε φώτα η Εκκλησία. «Πάμε, Χρηστάκο» είπε στον γιο του που ήταν δίπλα του. Χαιρόταν ο Χρηστάκος, μπορεί κάπως να λέγανε για τον παπά πατέρα του τα πρωτάκια από το δημοτικό, αλλά σήμερα… σήμερα ήταν άλλο. Φορούσε τη χρυσή στολή με τα κόκκινα και του πήγαινε.
Αυτός, που ούτε στιγμή δεν μπορούσε να μείνει ήσυχος, σήμερα καθόταν δίπλα στον πατέρα του περήφανος. Τον κοίταζε ο πατέρας του: Μωρέ, σαν να ψήλωσε ο μπόμπιρας! «Πάμε, Χρηστάκο, πάρε το εξαπτέρυγο». Βγήκαν έξω στο προαύλιο όπου ήταν η εξέδρα, ήταν λίγο πριν από τις 12. Ο παπα-Διονύσης τη φοβόταν αυτή τη στιγμή.
Διαβάστε αναλυτικά στο dogma.gr