Η βράβευση ενός λογοτέχνη ή επιστήμονα με το βραβείο Νόμπελ αποτελεί ύψιστη τιμή και για τον ίδιον και για την χώρα του. Γι αυτό άλλωστε, στην ποδιά του περίφημου (και ενίοτε περιβόητου) αυτού βραβείου, έχουν κατά καιρούς σφαχτεί μεγάλες διεθνείς προσωπικότητες, συχνά πέφτοντας πολύ πιο χαμηλά απ’ όσο θα υπολόγιζε κανείς γνωρίζοντας την προσφορά τους. Όταν και μόνο οι υποτιθέμενες υποψηφιότητες για Νόμπελ αποτελούν πια άκρως προσοδοφόρα διαφημιστική βιομηχανία, μπορούμε να φανταστούμε τι είδους διαγκωνισμοί υπάρχουν και τι παιχνίδια παίζονται για το ίδιο το βραβείο.
Το 1979, ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας που έδινε τα Νόμπελ, ο Άρθουρ Λούνκβιστ, έστειλε στην Ελλάδα έναν φιλόλογο ονόματι Ίνγκερμαν Ρέντιν, με μια ειδική αποστολή. Ο Ρέντιον γνώριζε τον Οδυσσέα Ελύτη καθώς ήταν μεταφραστής των έργων του στα Σουηδικά. Η αποστολή του ήταν να συναντηθεί κρυφά με τον Οδυσσέα Ελύτη και με τον Γιάννη Ρίτσο και να τους ρωτήσει αν δέχονταν να τους απονεμηθεί από κοινού το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η μαρτυρία είναι του ίδιου του Ρέντιν σε μετέπειτα συνεντεύξεις του, αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε από τους δύο ποιητές. Η μαρτυρία παραμένει λοιπόν υπ’ αυτή την αίρεση, αν και ο Σουηδός δεν είχε κανέναν φανερό λόγο να εφεύρει μια τέτοια ιστορία, ούτε το συμπέρασμα που βγήκε απ’ αυτήν ευνοούσε κανέναν από τους δυο μεγάλους ποιητές μας. Όπως είπε ο Ρέντιν και οι δύο αρνήθηκαν κατηγορηματικά να μοιραστούν το Νόμπελ, το διεκδικούσαν για τον εαυτό τους. Κέρδισε ο Ελύτης.
Η Σουηδική Ακαδημία είχε λόγους να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Επειδή είχε πολλάκις κατηγορηθεί ότι επέλεγε τα Νόμπελ λογοτεχνίας και ειρήνης με κυρίως πολιτικά κριτήρια, έκανε μια προσπάθεια να αποσείσει από πάνω της αυτή την κατηγορία. Τόσο ο Ελύτης όσο και ο Ρίτσος ήταν ευρύτατα γνωστοί Έλληνες ποιητές, τα έργα τους είχαν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ήδη είχαν μαζέψει πολλές διεθνείς διακρίσεις και οι δυο. Η αλήθεια ήταν ότι ο Ελύτης πήγαινε πιο πολύ στους πολιτικά συντηρητικούς Σουηδούς, ενώ η ποίηση του για τον ήλιο και Αιγαίο ασκούσε μεγάλη γοητεία σε όλους τους βορειοευρωπαίους. Αντιθέτως, ο Ρίτσος ήταν δεδηλωμένος κομμουνιστής, είχε τιμηθεί με το βραβείο Λένιν, το αντίστοιχο Νόμπελ των Σοβιετικών και η ποίηση του ήταν ολοφάνερα στρατευμένη. Παρά ταύτα, μια κοινή βράβευση ενός δεξιού κι ενός αριστερού Έλληνα λογοτέχνη, του ποιητή του Αιγαίου και του ποιητή της Ρωμιοσύνης, θα ήταν ένα εξαίρετο μήνυμα για τις αξιοκρατικές επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας, αλλά και για την εθνική συμφιλίωση μέσα στην ίδια την Ελλάδα.
Όπως όμως διατείνεται ο Ρέντιν, αρνήθηκαν αμφότεροι την κοινή βράβευση. Ο Σουηδός φιλόλογος με τα άψογα ελληνικά του, χρησιμοποίησε μάλιστα την φράση «η απάντηση που πήρα και απ’ τους δυο ήταν ‘’ή ταν ή επί τας’’, ήθελαν το Νόμπελ μόνο για τον εαυτό τους». Η μικρόψυχη αυτή άρνηση, ομολογουμένως δεν ταιριάζει με τους χαρακτήρες του Ελύτη και του Ρίτσου που ξέρουμε, ποιος όμως μπορεί να πει τι γίνεται βαθιά μέσα στην ψυχή κάθε ανθρώπου, έστω κι αν είναι μεγάλος ποιητής; Από τη στιγμή που αρνήθηκε ο Ρίτσος, ήταν λογικό η Σουηδική ζυγαριά να γείρει προς την πλευρά του συντηρητικού και αστού Ελύτη. Πάντως ο Ρίτσος, όταν έγινε γνωστή η βράβευση, δήλωσε μεγαλόψυχα «η απονομή δεν είναι τιμή προς τον Ελύτη, αλλά τιμή προς το Νόμπελ».
Δεν ήταν σαν τον αμφιλεγόμενο αλλά πολλάκις τιμημένο από την επίσημη μετεμφυλιακή πολιτεία μας, λογοτέχνη και ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά, που όταν έμαθε ότι πήρε το Νόμπελ ο Σεφέρης πρασίνισε από το κακό του και είπε στους συνομιλητές του: Τι δηλαδή; Επειδή ο Σεφέρης πήρε το Νόμπελ, νομίζει ότι θα γίνει και ακαδημαϊκός; Εγώ διαφωνώ».
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.