Με τη βράβευση του Σκουράτι επιβεβαιώθηκαν τα προγνωστικά και επικυρώθηκε η μεγάλη αγοραστική επιτυχία του βιβλίου, που έχει πωλήσει πάνω από 120.000 αντίτυπα, αλλά και ο έπαινος όλων των κριτικών.
Το βιβλίο, που η διήγησή του καλύπτει πάνω από 800 σελίδες, καλύπτει χρονικά το διάστημα έως τη δολοφονία του Σοσιαλιστή βουλευτή, Τζάκομο Ματεότι, επικράτησε με μεγάλη πλειοψηφία 228 ψήφων, από τις 556, στην κριτική επιτροπή του βραβείου.
«Είμαι ευτυχής για τη νίκη μου, μα ακόμη πιο πολύ με χαροποιεί πως μετά το βραβείο θα διαβάσουν το βιβλίο ακόμη περισσότεροι Ιταλοί. Έτσι θα μπορέσουν να μάθουν καλλίτερα την ιστορία μας, με την ελπίδα πως αυτή δεν θα επαναληφθεί, ακόμη κι υπό διαφορετική όψη», δήλωσε μετά την ανακοίνωση της βράβευσής του ο συγγραφέας.
Ο Σκουράτι ήταν υποψήφιος για το Στρέγκα, επίσης, στους διαγωνισμούς του 2009 και 2014, κατά τους οποίους είχε καταταγεί πάντα δεύτερος. Μάλιστα, ο ανταγωνιστής του και νικητής πριν πέντε χρόνια, ο Φραντσέσκο Πίκολο ήταν εκείνος που παρουσίασε το έργο του Σκουράτι στη φετινή διοργάνωση.
Η νίκη του Σκουράτι ήταν θριαμβική, καθώς επικράτησε με 101 ψήφους περισσότερες από τη δεύτερη Μπενεντέτα Τσιμπράριο, συγγραφέα του «Ο θόρυβος του κόσμου» (Il rumore del mondo), που συγκέντρωσε 127 ψήφους, ενώ ο Μάρκο Μισιρόλι με το «Πίστη» (Fedelta’) ήλθε τρίτος με 91 ψήφους. Στην τελική πεντάδα ήσαν ακόμη δύο γυναίκες.
Η τελετή πραγματοποιήθηκε όπως πάντα στο Νυμφαίο της Βίλας Τζούλια στη Ρώμη. Το μυθιστόρημα του Σκουράτι αποτελεί το πρώτο τμήμα μίας τριλογίας και σηματοδοτούν την επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος στην ιταλική λογοτεχνική σκηνή.
Όπως εξηγεί ο ίδιος σε δηλώσεις στου στην εφημερίδα La Repubblica, είναι απαραίτητο να υπάρξει μία νέα κοινωνική στράτευση. «Ήταν καιρός να ξαναγραφεί εκ των ένδον αυτή η ιστορία. Προκειμένου ο αναγνώστης να γίνει αντιφασίστας στο τέλος της ανάγνωσής του, κι όχι στην αρχή της ανάγνωσης».
Μετά την βράβευσή του, ο Σκουράτι δήλωσε πως αφιερώνει το βραβείο «στους πατεράδες και παππούδες μας που πρώτα σαγηνεύθηκαν και κατόπιν καταδυναστεύθηκαν από τον φασισμό, αλλά κυρίως σε εκείνους που έπειτα βρήκαν το θάρρος να τον πολεμήσουν. Θέλω να αφιερώσω το βραβείο στους γιούς μας με την ευχή να μην χρειασθεί να ξαναζήσουν εκείνο που βιώσαμε προ 100 ετών. Και μία ειδική αφιέρωση στην κόρη μου Λουτσία».
Πηγές: La Repubblica, Corriere della Sera, huffingtonpost.it