Κυριακή, 24 Νοε.
10oC Αθήνα

Το καπηλειό κι ο Κάπελας

Το καπηλειό κι ο Κάπελας

Λέξεις που μας ήρθαν αυτούσιες από την αρχαία Ελλάδα, για τα μαγαζιά που στεγάζουν λογής-λογής ημιπαράνομες δραστηριότητες, από το σερβίρισμα του νοθευμένου κρασιού μέχρι την πορνεία και τα ζάρια. Ο καπηλοδύτης, η καπηλίς και ο καπειλιατικός φόρος των Παλαιολόγων.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, «κάπηλος» ονομαζόταν ο μικροπωλητής, ενώ το ρήμα «καπηλεύω» σήμαινε κάνω εμπόριο. Γι αυτό και η λέξη «αρχαιοκάπηλος» σημαίνει «αυτός που εμπορεύεται αρχαία». Στην κλασσική αρχαία Ελλάδα, «καπηλείον» ονομαζόταν το κατάστημα πώλησης διαφόρων ειδών πρώτης ανάγκης αλλά και αντίστοιχων υπηρεσιών επίσης. Το καπηλείον λοιπόν ή καπηλειό όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, ξεκίνησε ως μαγαζί τροφίμων, ποτών, ένα είδος παντοπωλείου, αλλά και ως πανδοχείο.

Επειδή σ’ αυτά τα καταστήματα η πώληση κρασιού ήταν η βασική αιτία για να συγκεντρώνονται οι πελάτες, σιγά-σιγά ο κάπελας κατέληξε να ονομάζεται ο οινοπώλης, περίπου ο σημερινός ταβερνιάρης. Ο όρος καπηλειό και κάπελας διατηρήθηκε αναλλοίωτος σ’ όλη τη διαδρομή της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ως σήμερα και μόνο τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να υποχωρεί μπροστά στην επίθεση όρων που έχουν ως βάση την πιο καθωσπρέπει «εστίαση».

Από την αρχαιότητα, το καπηλειό θεωρήθηκε χώρος που μαζί με την προσφορά φαγητού και κρασιού, στέγαζε κάθε είδους ύποπτες και επιλήψιμες δραστηριότητες. Η πελατεία του, είτε αυτό βρισκόταν στα σοκάκια και τα λιμάνια των πόλεων, είτε στα σταυροδρόμια των αρτηριών του εμπορίου, δεν αποτελούνταν από τα πιο καθωσπρέπει άτομα της κοινωνίας. «Καπήλους και χειρώνακτας και αγοραίους ανθρώπους» γράφει ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στα πιο χαμηλά στρώματα της τότε ελληνικής κοινωνίας.

Ο ίδιος ο κάπελας, ως ιδιοκτήτης ενός όχι και τόσο ευαγούς ιδρύματος, πολύ γρήγορα ταυτίστηκε με τον νοθευτή αλλά και με τον μαστροπό. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ο μ.Χ. αιώνα) γράφει «κάπηλοι ονθυλεύουσι (νοθεύουν) τον οίνον, συμμιγνίντες αυτώ σαπρόν (παλαιό δηλαδή)», ενώ άλλα κείμενα αναφέρουν «οι κάπηλοι μίσγουσι τον οίνον ύδατι.» Όσους νόθευαν το κρασί με νερό, οι πρόγονοι μας τους αποκαλούσαν «υδρομίκτες». Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (180 μ.Χ), αναφερόμενος στην λειτουργία των καπηλειών ως άτυπων πορνείων, έγραφε «βίοις εν οις αν τις ονειδισθείη (ζωές για τις οποίες κανείς πρέπει να ντρέπεται) πορνοβοσκός, κάπηλος, μαστρωπός.» Όποιος σύχναζε στα καπηλειά ονομαζόταν καπηλοδύτης, ενώ οι γυναίκα που δούλευε σ’ αυτά προσφέροντας ύποπτες υπηρεσίες στους πελάτες ονομαζόταν «καπηλίς». Για τις γριές που βάφονταν και καλοπίζονταν πέραν του λογικού και του επιτρεπτού, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη φράση «καπηλικώς έχει».

Οι λέξεις «κάπηλος» και «καπηλείον» ή «καπηλειό» μεταφέρθηκαν αυτούσια στην Βυζαντινή ελληνική. Στο Βυζάντιο τα καπηλειά ήταν σε πλήρη ανυποληψία. Οι καθωσπρέπει άνθρωποι δεν τολμούσαν να μπουν εκεί μέσα διότι κινδύνευαν να ληστευθούν αλλά να χάσουν και την καλή φήμη τους, ενώ απαγορευόταν δια ροπάλου η είσοδος σε ρασοφόρους, ακόμα και για να φάνε. Ο παπάς που μπαινόβγαινε σε τέτοια καταγώγια αφοριζόταν, ενώ ο καλόγερος που συλλαμβάνονταν εκεί μέσα διώχνονταν από το μοναστήρι. Οι Παλαιολόγοι μάλιστα, επειδή η πελατεία τέτοιων μαγαζιών αυξανόταν συνεχώς, έβαλαν ειδικό φόρο το «καπηλειατικόν».

Ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός είχε βάλει ωράριο στα καπηλειά, απαγορεύοντας τη λειτουργία τους όταν γινόταν λειτουργία στις εκκλησίες, ενώ είχε απαγορεύσει να έχουν εμφανή είσοδο από τους κεντρικούς δρόμους. Σφράγισε τις κεντρικές πόρτες και επέτρεπε μόνο τις πλαϊνές εισόδους από σοκάκια, ενώ υποχρέωσε τους ταβερνιάρηδες να σκεπάζουν την είσοδο με πανί, ώστε περνώντας οι διαβάτες να μη βλέπουν τα αίσχη που γίνονταν στο εσωτερικό. Στη Νεαρά του Ανδρόνικου, σε κείμενο νόμων του δηλαδή, γραφόταν ότι «γύναια φαύλα μετά την δύσιν του ηλίου, επ’ ολίσθω ψυχών διασκεδάζουσιν εν’ καπηλείοις». Τέλος, από την αρχαιότητα ακόμα, είχε επικρατήσει και η άλλη έννοια του «καπηλεύομαι», δηλαδή αθεμίτως εκμεταλλεύομαι κάτι προς ίδιον όφελος. Η φράση «καπηλεύεται τον λόγον του Θεού» ανήκει στον Απόστολο Παύλο, στη Δευτέρα προς Κορινθίους επιστολή του.

Στον Ελλαδικό χώρο, το κλασικό καπηλειό ως χώρος συγκέντρωσης λογής-λογής παραβατικών ανθρώπων για ημιπαράνομες δραστηριότητες, άλλαξε ουσιαστικά στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι δήμοι άρχισαν να δίνουν άδειες για λειτουργία νόμιμων πορνείων σε κάθε πόλη. Παρά ταύτα κι ενώ τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, η κινηματογραφική γοητεία του καπηλειού δεν θα σβήσει ποτέ.

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Μία σταγόνα ιστορία Τελευταίες ειδήσεις