Στις αίθουσες εκτίθενται 50 έργα του Πoλ Γκογκέν (Παρίσι 1848- Μαρκησίες Νήσοι 1903), που διατρέχουν τις διάφορες εποχές της καινοτόμου κι επαναστατικής πορείας του Γάλλου ζωγράφου, αναδεικνύοντας πώς ριζοσπαστικοποίησε ένα συμβατικό είδος αναπαράστασης, την προσωπογραφία. Αν και τη μερίδα του λέοντος έχουν οι πίνακες, στην έκθεση περιλαμβάνονται επίσης σχέδια, γλυπτά και χαρακτικά. Έργα που προέρχονται από διάσημα μουσεία, όπως του Ορσαί, της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσινγκτον, του Καναδά, του Τόκιο και του Βασιλικού Μουσείου του Βελγίου.
Στο επίκεντρο, από την αρχή έως την κατάληξη της έκθεσης, είναι φυσικά οι αυτοπροσωπογραφίες του ίδιου του Γκογκέν. Κι όπου δεν βρίσκεται η μορφή του, πανταχού παρούσα είναι η προσωπικότητά του στην εκτέλεση των πορτρέτων που αφορούν πρόσωπα που ανήκουν στο περιβάλλον του.
Ο διευθυντής της πινακοθήκης Γκαμπριέλε Φινάλντι εξηγεί πως η έκθεση είναι αφιερωμένη σε έναν από τους πιο νάρκισσους καλλιτέχνες, με μία αυτοεκτίμηση που είναι δύσκολο να συναντήσεις σε άλλον και με έναν αδιαφιλονίκητο προσωπικό μαγνητισμό στους άλλους.
«Το πορτραίτο είναι μία πτυχή του έργου του που έχει τύχει μικρής ανάλυσης έως τώρα. Μαζί με τους ερευνητές της Καναδικής Πινακοθήκης έχουμε φθάσει σε μοναδικά και καινοτόμα συμπεράσματα για το πώς ζωγραφίζει αυτό που ζωγραφίζει ο Γκογκέν, το θέμα του έργου του είναι ο ίδιος. Υπήρξαν κι άλλοι, προηγούμενοι ζωγράφοι, όπως ο Ντύρερ, ή ο Ρέμπραντ που μας έδωσαν πολλές αυτοπροσωπογραφίες, όμως δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι το θέμα τους. Έχουν διαφορετικούς σκοπούς», τονίζει ο Φινάλντι, φέροντας ως παράδειγμα τον πίνακα «Ο Χριστός στον Κήπο των Ελαιών» του 1889, όπου ζωγραφίζει εαυτόν ως τον Ιησού.
Ο ίδιος ο Φινάλντι προβλέπει πως η έκθεση θα έχει μεγάλη επιτυχία, ενώ ένας από τους συνεπιμελητές, ο Κρίστοφερ Ριοπέλ υπογραμμίζει πως διατρέχοντας τις αίθουσες κάποιος μπορεί να καταλάβει πώς η περιπετειώδης ζωή του Γκογκέν έχει συμβάλλει σε μέγιστο βαθμό στη φήμη του ως καλλιτέχνη.
Μετά την πρώτη αίθουσα με τις οκτώ (από τις 12 συνολικά) αυτοπροσωπογραφίες του, εκτίθενται στη συνέχεια τα πορτραίτα άλλων που φιλοτέχνησε ο Γκογκέν. Όπως όμως τονίζουν οι διοργανωτές, είτε αυτά έγιναν κατόπιν παραγγελίας (όπως το γνωστό «Νεαρή από τη Βρετάνη» (1889), που απογοήτευσε τους παραγγελιοδότες του), είτε όχι, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση και καταγωγή του μοντέλου του, «ο Γκογκέν ζωγραφίζει τον ίδιο του τον εαυτό». Διηγείται την εσωτερική του πάλη όταν απαθανατίζει τον Βαν Γκογκ, ή περιγράφει την προσωπική του ανησυχία για τη ζωή στις αποικίες, όταν αποφασίζει να μετατραπεί σε «Καλό Άγριο» στις εσχατιές των Γαλλικών κτήσεων, στην Παπέετε της Ταϊτής.