Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, η συνάντηση αυτή παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας μορφής «Ομοσπονδίας» υπέρ της εμπέδωσης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, εν τέλει, της ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Υπογράμμισε τον ιδιαίτερο συμβολισμό της Αθήνας, σημειώνοντας πως αποτελεί πηγή έμπνευσης ο πολιτισμός της Ελλάδας, που συνθέτει τον πρώτο από τους τρεις πυλώνες του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι «αφιερώνουμε την συνάντησή μας αυτή και τις εντός του πλαισίου της ανταλλαγές απόψεων, ως ένα είδος «σπονδής» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Αναφερόμενος στην κρισιμότητα των καιρών, ως προς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση σηματοδοτεί και τη στήριξη των βασικών αντηρίδων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι οποίες, με βάση την ιστορία της και τον πολιτισμό της, είναι πρώτον η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με κύρια συστατικά τη διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και δεύτερον, η αλληλεγγύη και η δικαιοσύνη, με προτεραιότητες την καταπολέμηση των ανισοτήτων και τη θωράκιση του κοινωνικού κράτους, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η ρήξη του κοινωνικού ιστού και να εκμηδενισθούν τα μορφώματα λαϊκισμού και ρατσισμού, τα οποία στρέφονται, ευθέως και απροκαλύπτως, τόσον εναντίον της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όσο και εναντίον αυτού τούτου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σημείωσε, ακόμη, ότι υπό το φως των αρχών της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης οφείλουμε να διαχειριστούμε και το μείζον -υπαρξιακό για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση- προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, έχοντας πάντα κατά νου ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι, εκ καταγωγής, ανθρωποκεντρικός. Μάλιστα, υπενθύμισε, ότι την τήρηση της αρχής της Αλληλεγγύης, και στο προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, επιβάλλουν, με την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους, οι κανόνες των άρθρων 77 επ. της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πώς θα αποδώσει η επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης
Ωστόσο, παρατήρησε, ότι για να αποδώσει, βραχυπρόθεσμα αλλά κυρίως μακροπρόθεσμα, η επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι ανάγκη να υιοθετήσουμε επείγουσες προτεραιότητες προς την κατεύθυνση:
Πρώτον της ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να εκπληρώνει τον ρόλο, ο οποίος επέβαλε την δημιουργία του ευθύς εξ αρχής. Όπως παρατήρησε «η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αφορά την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων εκείνων, οι οποίες θα επιτρέψουν στα μέλη του να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Ειδικότερα δε, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οφείλουν -δίχως ν’ απεμπολήσουν, κατ’ ουδένα τρόπο, την εθνική τους ταυτότητα- ν’ ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους προκειμένου να καταστεί εφικτή και η διαμόρφωση μιας επαρκούς Ευρωπαϊκής, θεσμικής και πολιτικής, συνείδησης, ικανής να υπηρετήσει την αντίστοιχη διαμόρφωση ενός αναλόγως επαρκούς Ευρωπαϊκού Δημόσιου Συμφέροντος, υπό όρους πραγματικής Res Publica Europaeua».
Δεύτερον, της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να καταστεί ουσιαστικό κυβερνητικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιο για την χάραξη της γενικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά τόσο το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, η πολιτική θωράκισης και υπεράσπισης της Επικράτειας, των συνόρων και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τρίτον, της θεσμικής και πολιτικής οριοθέτησης της δομής και των αρμοδιοτήτων του Eurogroup, ως οργάνου με καθοριστικής σημασίας επιρροή κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της όλης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης, και όχι μόνο.
Τέταρτον, της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφενός προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης, επέκεινα δε της επέκτασης της εποπτείας της επί του συνόλου, χωρίς εξαιρέσεις, του τραπεζικού συστήματος των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης καθώς και της ανάσχεσης του κατακερματισμού της ευρωπαϊκής Κεφαλαιαγοράς. Αφετέρου δε -και ιδίως- προς την κατεύθυνση της απόκτησης των θεσμικών εκείνων μέσων, τα οποία θα της επιτρέψουν να συμβάλλει ουσιωδώς τόσο προκειμένου ν’ αποκτήσει η Ευρωζώνη σταθερή αναπτυξιακή πορεία, όσο και προκειμένου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ν’ αμυνθεί, για λογαριασμό της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν γένει, απέναντι στην, άκρως επικίνδυνη, παγκόσμια κρίση χρέους.
Και, πέμπτον, της πλήρους αξιοποίησης του ESM, ως αυτοτελούς οργανισμού, ο οποίος, πέραν του ρόλου του απλού Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου θα αναπτύσσει δράσεις, κυρίως μέσω προληπτικών μέτρων, τόσο προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης δια των επενδύσεων όσο και προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου Μηχανισμού Διαχείρισης Κινδύνων.
Η φράση του Θουκυδίδη
Κλείνοντας, την εισαγωγική του παρέμβαση ο κ. Παυλόπουλος επικαλέστηκε την φράση του Θουκυδίδη, «Οι καιροί ου μενετοί», σημειώνοντας προς τους ευρωπαίους ομολόγους του, ότι «οι καιροί δεν περιμένουν, πρέπει να δράσουμε». Τόνισε, επίσης, ότι η ρήση αυτή του Θουκυδίδη εκφράζει στο ακέραιο την σημερινή «αγωνία» της Ευρώπης μας, άρα την «αγωνία» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
«Πρέπει, δίχως χρονοτριβή, να προχωρήσουμε με γρήγορα βήματα προς την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ αντιμετωπίσει μ’ επιτυχία τις μεγάλες προκλήσεις που αφορούν τόσο τα κράτη-μέλη της και τους λαούς της όσο και τον πλανητικό της ρόλο, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος. Αν θέλουμε να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών των πατέρων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αυτός είναι ο δρόμος της ευθύνης μας αλλά και της καταξίωσής μας. Με απλές λέξεις: Ή θα προχωρήσουμε, εδώ και τώρα, ή η όποια στασιμότητα θα οδηγήσει, μοιραία, σε οπισθοδρόμηση» σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος.
Τέλος, απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους ομολόγους του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευχαρίστησε εκείνους που προσέφεραν βοήθεια στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό κατά την διάρκεια της κρίσης και υπογράμμισε ότι σήμερα η χώρα μας πρωτοστατεί στην κοινή προσπάθεια για την Ενοποίηση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.